Ιστορίες από την αιχμαλωσία

Σήμερα, 20 Ιουλίου 2015, συμπληρώνονται 41 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, μια μέρα που σημάδεψε τις ζωές μας και την ιστορία της σύγχρονης Κύπρου. Αντί άλλου κειμένου αναδημοσιεύω αποσπάσματα από το δίτομο βιβλίο Πέτρος Παπαπολυβίου (επιστημονική επιμέλεια – διεύθυνση έκδοσης), 1974. Μάρτυρες και Μαρτυρίες. Πραξικόπημα και τουρκική εισβολή. Πεσόντες, Αγνοούμενοι και Θύματα. Αιχμαλωσία – Προσφυγιά – Εγκλωβισμός, Λευκωσία: Φιλελεύθερος 2011, από το κεφάλαιο «Ημέρες αιχμαλωσίας.

Ημέρες Αιχμαλωσίας

Από τα πλέον επώδυνα κεφάλαια της τουρκικής εισβολής, όπως κάθε πολέμου, ήταν η αιχμαλωσία. Στην Κύπρο το 1974 από τον τουρκικό στρατό, αιχμάλωτοι δεν θεωρήθηκαν μόνο οι στρατιωτικοί, που η ζωή και τα στοιχειώδη δικαιώματά τους προστατεύονταν με αυστηρές ειδικές διεθνείς συμβάσεις που είχαν θεσπιστεί πολλές δεκαετίες προηγουμένως (και ο τουρκικός στρατός καταπάτησε), αλλά γενικά όλοι οι Κύπριοι πολίτες που συλλαμβάνονταν στις κατακτηθείσες περιοχές. Όλοι, στρατιωτικοί και πολίτες έτυχαν, σε γενικές γραμμές, της ίδιας μεταχείρισης και κλείστηκαν στους ίδιους χώρους φυλάκισης. Οι πρώτοι αιχμάλωτοι ήταν οι οικογένειες που ζούσαν στην περιοχή του Πέντε Μιλίου και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων εισβολέων τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου. Ακολούθησαν εκατοντάδες άλλοι που συνελήφθηκαν στη διάρκεια της πρώτης ή της δεύτερης φάσης της εισβολής ή στην ενδιάμεση «εκεχειρία». Παράλληλα, από τα χωριά της Μεσαορίας και της Καρπασίας οι κατοχικές αρχές επέλεξαν, το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, δεκάδες κατοίκους, που στάλθηκαν ως αιχμάλωτοι στη Λευκωσία και στην Τουρκία.

Οι χώροι εγκλεισμού των αιχμαλώτων στην Κύπρο ήταν το κτίριο του Σεραγίου και οι Αποθήκες / Γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία, ενώ τοπικά λειτούργησαν και  πρόχειρα κρατητήρια σε μια μάντρα στην Αγύρτα, για κατοίκους των χωριών της επαρχίας Κερύνειας ή στην εκκλησία της Βώνης, για γυναικόπαιδα και στρατιώτες που συλλαμβάνονταν στην περιοχή της Κυθρέας, στη Γύψου, κ.α.. Κατά κανόνα, οι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν από το Πέντε Μίλι ή την Κερύνεια στο λιμάνι της Μερσίνας και από εκεί στις φυλακές των Αδάνων, όπου και ανακρίνονταν. Δύο μεγάλες ομάδες αιχμαλώτων μεταφέρθηκαν από τα Άδανα στο εσωτερικό της Τουρκίας: Στην Αμάσεια του Πόντου, όπου οι αιχμάλωτοι έφθασαν ύστερα από ένα επεισοδιακό ταξίδι αφού τα σιδηροδρομικά βαγόνια και η αυτοκινητοπομπή που τους μετέφεραν δέχθηκαν άγριες επιθέσεις από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο, και στην Αντίγιαμα, στην Νοτιοανατολική Τουρκία.

Οι πρώτοι πέντε Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι που απελευθερώθηκαν, μεταφέρθηκαν από την Τουρκία στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου στις 8 Αυγούστου, πριν από τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. (Βλ. Ανακοινωθέν Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών, αρ. 8, 8 Αυγούστου 1974.) Τότε είχαν περάσει απαρατήρητοι από την κοινή γνώμη. Αντίθετα, η επιστροφή των αιχμαλώτων τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 1974, στο πλαίσιο της ανταλλαγής με Τούρκους και Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους προκάλεσε την παγκύπρια συγκίνηση και κινητοποίηση. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας συνέρρεαν στη Ξενοδοχειακή Σχολή, στη Λευκωσία, αναμένοντας να υποδεχθούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα από την αιχμαλωσία, ή εναγωνίως να αναζητήσουν και να μάθουν πληροφορίες για τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Στην υποδοχή και την πρώτη πρόχειρη περίθαλψη των αιχμαλώτων σημαντική συμβολή είχαν, εκτός από τον κρατικό μηχανισμό, και οι εθελοντές και εθελόντριες του κυπριακού τμήματος του Ερυθρού Σταυρού. Οι αιχμάλωτοι έφθαναν με λεωφορεία από το Λήδρα Πάλας και σχεδόν στο σύνολό τους ήταν ξυπόλητοι, ρακένδυτοι και εξαντλημένοι, ενώ πολλοί έφεραν εμφανή σημάδια από κακοποιήσεις και βασανιστήρια. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών, η πρώτη μεγάλη ομάδα 116 αιχμαλώτων απελευθερώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1974. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν κυρίως, κληρικοί, μαθητές, φοιτητές αλλά και ηλικιωμένοι και ασθενείς αιχμάλωτοι. Ακολούθησε η απόλυση 42 «τραυματιών και ασθενών αιχμαλώτων» την 21η Σεπτεμβρίου 1974, 180 αιχμαλώτων στις 23 Σεπτεμβρίου, κ.ο.κ. Στο μεταξύ, στις 20 Σεπτεμβρίου είχε επέλθει συμφωνία Κληρίδη – Ντενκτάς για την ανταλλαγή και την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων αιχμαλώτων. Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1974 απολύθηκαν τμηματικά 1048 Έλληνες και 1485 Τούρκοι αιχμάλωτοι. Ήταν οι τελευταίες μεγάλες ομάδες αιχμαλώτων. Θα ακολουθούσε η απελευθέρωση μικρών ομάδων και μεμονωμένων αιχμαλώτων που εντοπίζονταν και η «απόλυση» των πρώτων ομάδων εγκλωβισμένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεκάδες Έλληνες Κύπριοι αιχμάλωτοι επέλεξαν να μην έλθουν στις ελεύθερες περιοχές, αλλά προτίμησαν να πάνε κατευθείαν στα χωριά τους, στα κατεχόμενα. (…)

 

Το ημερολόγιο ενός αιχμαλώτου

Μια από τις πρώτες αυθεντικές αφηγήσεις αιχμαλώτου που δημοσιεύθηκε σε κυπριακή εφημερίδα ήταν το λιτό ημερολόγιο του έφεδρου στρατιώτη Παναγιώτη Γεωργίου, 22 χρονών από τη Μύρτου, λίγες μόνο ημέρες ύστερα από την απελευθέρωσή του. (Πηγή: Εφημ. Τα Νέα (Λευκωσία), 2 Νοεμβρίου 1974, σελ. 5.)

15.8.74: Συνελήφθην εις Κοντεμένον η ώρα 6.15 μ. μ

16.8.74: Μετεφέρθην εις Λευκωσία στο Σεράγιο, η ώρα 5 το απόγευμα.

19.8.74: Ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός

21.8.74: Μετεφέρθην εις τα Άδανα της Τουρκίας, από 3 π. μ. μέχρι η ώρα 10 π. μ. και ήμουν δεμένος μάτια και χέρια

11.9.74: Μετεφέρθην εις Αντίγιαμα. Το ταξίδι διήρκεσε από τις 4 το απόγευμα μέχρι τις 3 το πρωί. Πάλι δεμένος μάτια και χέρια.

22.9.74: Ημέρα Κυριακή. Μας ξυλοκόπησαν αγρίως με τις ζωστήρες.

30.9.74: Oι συνθήκες ζωής είναι ελεεινές και δεν περιγράφονται. Σήμερα ειδικά ψωμί δεν είχε. Το πρωί: ζωμό φακής. Το μεσημέρι: μια κουταλιά μακαρόνια και λίγη φακή. Βράδυ: πουργούρι πιλάφι δυο κουταλιές της σούπας, και 1/10 μιας κανονικής πατάτας. Πληροφορίες και νέα τίποτε. Όλοι υποφέρουν και κατηγορούν την κυβέρνηση διαρκώς, μήπως έχει γίνει ειδική συμφωνία για τους αιχμάλωτους. Πολλά ερωτήματα μας απασχολούν τα οποία παραμένουν άλυτα. Όλοι είμεθα 94 σε ένα μέρος 15×15 πόδια και με 4 τοίχους 10 μέτρα ύψος. Οι 94 χωριζόμαστε σε δυο θαλάμους που είχαν νούμερα 6 και 9 αντιστοίχως. Ο 9 που βρισκόμασταν εγώ είχε 57 άτομα, ο δε 8 είχε 37 άτομα. Τα όσα έχουν συμβεί από τις 15 έως τις 30.9.74 τα θυμούμαι και θα μπορούσα να τα γράψω.

1.10.74: Πέρασε και αυτή η μέρα χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από πρωινή επίσκεψη αξιωματικών. Μας είπαν ότι ο Σαμψών δολοφονήθηκε. Αλλά οι σκοποί μας είπαν ότι πλήγηκε από τρεις σφαίρες και ήτο τραυματισμένος. Τα γεύματα ως συνήθως. Συμπέρασμα: Τρώμε 14 φορές πιλάφι πουργούρι τη βδομάδα. Το ξύλο έχει σταματήσει κάπως και νερό έχουμε δυο φορές την ημέρα. Μια πριν το μεσημέρι και μια μετά το μεσημέρι. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Υπομονή.

4.10.74: Τα ίδια όπως κάθε μέρα. Οι διαδόσεις παίρνουν και φέρνουν. Το κάθε τι το υπολογίζουμε για απόλυση. Τελικό συμπέρασμα: Υπολογίζουμε μέχρι τις 15 του μηνός να φύγουμε. Μα τέλος πάντων τι κάνουν οι δικοί μας, δεν συνέρχονται σε διαπραγματεύσεις;

16.10.74: Ημέρα Τετάρτη. Η κατάσταση και οι συνθήκες είναι κάπως βελτιωμένες. Χθες μας επισκέφθηκε ο Ε. Σ. (Ερυθρός Σταυρός), ο οποίος μας έφερε μια μπάλα και νετ και 11 Κολυνός για τον κάθε θάλαμο. Μάθαμε ότι σύντομα θα φύγουμε, ότι είναι πλέον συμφωνημένο το πρόβλημα των αιχμαλώτων. Η τροφή συνεχίζει να είναι καλύτερη. Τσιγάρα φέρνουν, και οι αιχμάλωτοι δεν στερούνται καπνό (αφού πληρώσουν). Εδώ και 15 μέρες μας συμπεριφέρονται καλά, δεν κτυπούν και δείχνουν κάποια κατανόηση. Ειδικά σήμερα ήρθαν και έπαιξαν μαζί μας βόλεϊ μπολ, για ένα τέταρτο περίπου (ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης). Ο Ε. Σ. μας είπε ότι οι δικοί μας δεν πήγαν ακόμη στα σπίτια μας και αυτό μας στεναχώρησε κάπως. Αλλά το ότι υπάρχουν συνομιλίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου και είναι θέμα εσωτερικό, μας έκανε να χαρούμε. Μάθαμε ότι στις 11 του μηνός θα φύγουμε και ας το ελπίζουμε, όπως ελπίζουμε και κάθε μέρα και ώρα που περνά εδώ μέσα. Όλοι γίναμε νευρικοί και με το παραμικρό μαλώνουμε για ασήμαντα πράγματα. Όμως η ελπίδα δεν έπαυσε να μας διακατέχει κι’ έτσι αναμένουμε το τέλος, τη φυγή, που θα μας οδηγήσει στα σπίτια μας. Αύριο είναι το Μπαϊράμι των Τούρκων. Άσε να δούμε.

17.10.74: Ημέρα Πέμπτη. Το πρωί πήγα στο φαγητό όπου έμαθα ότι θα φύγουμε απόψε. Το επιβεβαίωσαν κι αυτοί που πήγαν το μεσημέρι για φαγητό. Στις 2 η ώρα ξηλώσαμε τα κρεβάτια μας και τα μεταφέραμε έξω από τις φυλακές. Είναι πια βέβαιο ότι θα φύγουμε απόψε. Πιστεύουμε ότι κάπου αλλού θα μας πάρουν. Ίσως στην Κύπρο μας. Τώρα που γράφω περνώ τις τελευταίες ώρες στην Αντίγιαμα. Ελπίζω ότι σύντομα θα αφεθώ ελεύθερος. Ο Θεός είναι μεγάλος. Ύστερα από πολλές περιπέτειες και αγωνίες, ελπίζω να ξαναβρεθώ ελεύθερος κοντά στους δικούς μου, όπως και όλοι οι άλλοι το επιθυμούν. Οι στρατιώτες μας είπαν ότι θα φύγουμε για την Κύπρο. Ελπίζουμε ότι το Σαββατοκυρίακο θα είμαστε ελεύθεροι. Ο Θεός είναι μαζί μας και όλοι πιστεύουμε ότι θα ξαναβρεθούμε ελεύθεροι στο αγαπημένο μας νησί, την Κύπρο μας.

18.10.74: Φύγαμε στις 4 μ. μ. από την Αντίγιαμα με λεωφορεία. Μας έδωσαν το σακούλι με την τροφή (μια πατάτα βραστή, δυο τομάτες, λίγο σταφύλι και ψωμί). Δεν μας έδεσαν και μας είπαν ότι πηγαίναμε για τη Μερσίνη. Στο δρόμο μας κτύπησαν, αλλά όχι πολύ δυνατά και μπορώ να χαρακτηρίσω το ταξίδι για καλό. Απόσταση 250 μίλια περίπου (8 ώρες δρόμος). Πήγαμε πάλι στα Άδανα και από εκεί μας είπαν ότι θα πάμε στη Μερσίνη για την Κύπρο. Ελπίζω να φύγουμε απόψε. Καλή αντάμωση με τους δικούς μας. Ο Θεός είναι μεγάλος.

24.10.74: Σήμερα είναι 24.10.74 και ακόμη δεν φύγαμε. Οι άλλοι έφυγαν το περασμένο Σάββατο και μείναμε 73 άτομα πίσω και 63 από τους προηγούμενους (όλοι 163 άτομα). Όπως μας είπαν, εμείς θα είμεθα οι τελευταίοι μαζί με τους αξιωματικούς για την ανταλλαγή.

Το φαγητό είναι αρκετά καλό σε ποσότητα και βιταμίνες. Είναι η πρώτη φορά εδώ και 10 μέρες που δίδεται καλό φαγητό. Η συμπεριφορά τους είναι πολύ καλή. Αναμένουμε να φύγουμε. Ο Θεός είναι μαζί μας.

27.10.74: Βρισκόμεθα στην Κύπρο. Φύγαμε από τη Μερσίνη στις 10 η ώρα μ.μ. της 25.10.74: Ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι φθάσαμε η ώρα 11.30 της 26.10.74 στη Κερύνεια. Η συμπεριφορά κατά το ταξίδι ήταν καλή. Στο πλοίο συναντηθήκαμε με άλλους 412 δικούς μας που ήσαν στην Αμάσεια. Αυτοί πέρασαν καλύτερα εκεί παρά εμείς. Στο λιμάνι Πέντε 5 Μίλι μας παρέλαβε η τουρκική Αστυνομία. Μας οδήγησαν μέσω Μπογαζίου στη Λευκωσία και ψες μείναμε σε μια μεγάλη αποθήκη.

Ήρθε τρεις φορές ο Ε. Σ. και είπε ότι σήμερα θα ανταλλαγούμε όλοι. Έτσι λοιπόν είναι βέβαιο ότι θα ζήσουμε. Τα έχω μάθει όλα για το χωριό μου από τον Ε.Σ. και ύστερα από 74 μέρες ξαναδιαβάσαμε εφημερίδα, τη «Σάιπρους Μέηλ»

Ο Θεός μας βοήθησε και μας βοηθά.

Εκτελέσεις αιχμαλώτων. Τρεις μαρτυρίες Τούρκων στρατιωτικών

Α. Γιαλτσίν Κιουτσιούκ

Από αφήγηση του Τούρκου καθηγητή Πανεπιστημίου Γιαλτσίν Κιουτσούκ, που πολέμησε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στην Σοφία Ιορδανίδου. (Πηγή: Σοφία Ιορδανίδου, Νταλγκά νταλγκά. Κύματα κύματα. Η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο. Αθήνα: Λιβάνης, 1998, σσ. 144-145.)

Σου μίλησα χθες για τους νεκρούς Ελληνοκυπρίους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Σου είπα ακόμα ότι δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι και σου εξήγησα γιατί. Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πήγαιναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν [Αλεξανδρέττα]. Ήξερα ότι δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: «Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;» Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. (…) Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Θα μιλήσουμε γι’ αυτό σε λίγο. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί μουκαβεμέτ μουτζαχίντ. Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλεβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες ημέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτός που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως «Κόκκινη Προβιά». Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός Πρόεδρος της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου», ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς.

Β. Μουσταφά Ονγκάν

Απόσπασμα αφήγησης Τούρκου δεκανέα κουρδικής καταγωγής, από το Μαράς, που πολέμησε στην Κύπρο το 1974. (Πηγή: Εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 29 Ιανουαρίου 1998.)

Αυτά που είδα και έζησα με βασάνιζαν όλα αυτά τα χρόνια. Θέλω μεταφέροντας στην κοινή γνώμη όλα αυτά να ησυχάσω έστω και ψυχολογικά, Αν μου παρασχεθεί διεθνής προστασία μπορώ να υποδείξω τον ομαδικό τάφο.

Το 1974 υπηρετούσα στον 2ο λόχο της 2ης πυροβολαρχίας στο Τσουμπούκ της Άγκυρας. Μια νύχτα μας μετέφεραν στο λιμάνη της Μερσίνας και από εκεί στην Κερύνεια. Ζήσαμε δύσκολες στιγμές με τους Ελληνοκύπριους πολεμιστές στον Πενταδάκτυλο. Προχωρούσαμε πολύ δύσκολα με πολλές απώλειες. Εμείς πηγαίναμε μπροστά, ανήκαμε στις μονάδες που πραγματοποιούσαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

Κοντά στη Λευκωσία, στο χωριό Μόρα (μεταξύ Τύμπου και Παλαίκυθρου) σκοτώθηκαν 100 περίπου άμαχοι Ελληνοκύπριοι που είχαν καταφύγει εκεί. Οι διοικητές και οι μονάδες των Μουτζαχίντ που αποτελούνταν από Τουρκοκύπριους, αποφάσιζαν για όλα. Οι διοικητές μας έλεγαν κατά τη διάρκεια των σφαγών «να μην τους σκοτώσουμε και να έχουμε μετά να τους ταΐζουμε;» Αυτοί που σκοτώνονταν στους δρόμους του χωριού και στην έξοδό του, όπου έτρεχαν για να γλυτώσουν, ήταν γέροι άντρες και γυναίκες και μικρά παιδιά. Τα πτώματα μερικών από αυτούς τους ανθρώπους που είχαν σκοτωθεί με τους πιο βάρβαρους τρόπους, κομματιάζονταν. Τα πτώματα παρέμεναν έκθετα για μια βδομάδα μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Η μυρωδιά είχε εξαπλωθεί στο γύρο χώρο. Οι διοικητές αποφάσισαν τελικά να τους θάψουμε. Εγω μπορούσα να χειριστώ μπουλντόζα. Μαζί με άλλους στρατιώτες ανοίξαμε ένα μεγάλο λάκκο και θάψαμε εκεί ομαδικά τα ΄πτώματα. Το γεγονός το είδε με τα ίδιά του τα μάτια και ο συμπατριώτης μου από το Μαράς, ο στρατιώτης Σεφκέτ Αβτζίογλου.

Θάβαμε ομαδικά τα πτώματα των άμαχων Ελληνοκυπρίων που σκοτώθηκαν στο χωριό Μόρα και γύρω από αυτό στα περίχωρα της Λευκωσίας, κοντά σε ένα ρυάκι, 2-3 χιλιόμετρα έξω από το χωριό, Θυμάμαι ακόμα καλά το μέρος. Αν μου παρασχεθεί διεθνής εγγύηση για την ασφάλειά μου μπορώ να υποδείξω τα μέρη των σφαγών και τον ομαδικό τάφο.

Από τους Ελληνοκύπριους που σκοτώναμε και από αυτούς που πιάναμε ζωντανούς παίρναμε τα χρυσαφικά, τα χρήματα και παρόμοια πράγματα. Στη λεηλασία, καταγίνονταν ιδιαίτερα οι διοικητές. Επέστρεψαν στην Τουρκία πλούσιοι. Βίαζαν ακόμη και τις γυναίκες αιχμαλώτους.

Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω έναν μαυριδερό ψηλό ανθυπολοχαγό από τα Άδανα, που βίασε μια Ελληνοκύπρια 13-14 χρονών κάτω από τη βιομηχανική περιοχή της Λευκωσίας. Η κοπέλα φώναζε μέσα σε μεγάλη φρίκη… Όλοι επιδίδονταν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Δεν έγινε προσπάθεια να παρεμποδιστεί καμιά τέτοια φρικαλεότητα.

Έπιασαν και δύο μικρά ορφανά παιδιά, Τουρκοκύπριες, τα οποία βιάστηκαν από τους διοικητές. Βρήκαμε κι ένα νεαρό άμαχο Ελληνοκύπριο 20-23 χρονών, σ’ ένα στάβλο κοντά στην Αμμόχωστο, τον οποίο σκότωσαν οι άντρες των παρακρατικών Μουτζαχίντ και οι διοικητές του τουρκικού στρατού.»

 

Γ. «Α. Κ. Ραμάν»

Απόσπασμα αφήγησης Τούρκου λοχία που πολέμησε στην Κύπρο. Το «Α. Κ. Ραμάν» δεν είναι το πραγματικό του όνομα. (Πηγή: Ρόνι Αλασόρ (μετάφρ. Ιωάννης Νικοπολίδης), Διαταγή: «Εκτελέστε τους αιχμαλώτους», Αθήνα: Καστανιώτης 2002, σσ. 95-96.)

Κοντά στην περιοχή της Κυθρέας, η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά της Λευκωσίας και νοτιοανατολικά της Κυρήνειας, αν δεν με απατά η μνήμη μου, βρισκόταν το χωριό των δύο Ελλήνων παπάδων, που η φωτογραφία τους είχε δημοσιευτεί παλιότερα στην εφημερίδα Γκιουναϊντίν. Όταν φτάσαμε εκεί, συλλάβαμε 40 με 50 αόπλους πολίτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Ανάμεσά τους υπήρχαν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Τους επιβιβάσαμε σε στρατιωτικά οχήματα. Επρόκειτο να μεταφερθούν στην Κυρήνεια.

Από αυτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς άνδρες. Εγώ μαζί με έναν υπολοχαγό που λεγόταν Χαϊρί και άλλους δύο λοχίες τους βάλαμε σ’ ένα μικρό φορτηγάκι που είχαμε πάρει από το χωριό και τους πήγαμε σ’ ένα δασάκι ένα χιλιόμετρο μακριά. Αντιστοιχούσε ένας αιχμάλωτος στον καθένα μας. Μόλις τους βγάλαμε από το αυτοκίνητο, ο υπολοχαγός Χαϊρί σκότωσε πρώτα τον έναν απ’ αυτούς για να μας δώσει θάρρος, ώστε να μπορέσουμε να σκοτώσουμε κι εμείς, οι «πρωτάρηδες», τους δικούς μας. Μετά στράφηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για τις έγκυες αδελφές μας που βίασαν οι Έλληνες και για τα Τουρκόπουλα που σκότωσαν ενώ ήταν στις φασκιές» και στη συνέχεια μου ζήτησε να σκοτώσω το δεύτερο, αφού τον ξεχώρισε από τους άλλους.

Ο «δικός μου» ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός μεγαλάζια μάτια. Αν και πριν από λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει, δεν ήταν καθόλου ταραγμένος. Τον πήρα και τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. Ήμουν σε αδιέξοδο και σε αμηχανία. Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα: «Γίνεσαι μουσουλμάνος;» Εκείνος στεκόταν όρθιος με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια. Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και μου είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: «Όι, όι». Κατάλαβα την άρνησή του, η οποία ήταν και η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο μου. Έτσι απλά, για να μην πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου,άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα όμως με τύπτει η συνείδηση και βασανίζομαι γι’ αυτό το έγκλημα. Τα μάτια αυτού του παιδιού και το χαμόγελό του δε φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου.

Τους άλλους δύο Ελληνοκύπριους τους σκότωσαν οι δυο λοχίες. Αφήνοντας τα πτώματα άταφα, γυρίσαμε στο χωριό. Όπως έλεγε ο λοχαγός μας, είχαμε γίνει πια «άνθρωποι του παραδείσου»…

 

Βαρβαρότητες εις βάρος αιχμαλώτου ιερέως

Όπως φαίνεται από τις αφηγήσεις των αιχμαλώτων και των αμάχων, σε ορισμένες κατηγορίες Ελλήνων Κυπρίων επιφυλάχθηκε ιδιαίτερα άγρια μεταχείριση από τα τουρκικά στρατεύματα και τους φανατικούς Τουρκοκύπριους που απάρτιζαν τις παραστρατιωτικές ομάδες που βοήθησαν τον στρατό εισβολής. Μια από αυτές τις κατηγορίες ήταν οι κληρικοί. Οι περισσότεροι από όσους συνελήφθηκαν ή εγκλωβίστηκαν, κακοποιήθηκαν βάναυσα κατ’ εξακολούθηση, χωρίς να έχουν προκαλέσει ή να έχουν βλάψει κάποιον. Προφανής σκοπός ήταν η ψυχολογική και σωματική εξουθένωση των ρασοφόρων, ώστε να κατατρομοκρατηθεί και το ποίμνιό τους. Ιδιαίτερα άτυχοι στάθηκαν όσοι μεταφέρθηκαν στην Τουρκία. Ένας από αυτούς ήταν ο ιερέας του χωριού Τριμίθι, π. Ιωάννης, ένας απλοϊκός κληρικός, πασίγνωστος και αγαπητός στην επαρχία Κερύνειας. Έναν από τους ομαδικούς ξυλοδαρμούς που υπέστη ο παπά Γιάννης περιγράφει ο Πιερής Μ. Πιερή, που κατοικούσε στο Τριμίθι, και ήταν συγκρατούμενος και συνταξιδιώτης του ιερέα του χωριού του προς τα Άδανα. (Πηγή: Πιερής Μ. Πιερή, Αντίο…Από το ημερολόγιο ενός αιχμαλώτου, Λεμεσός 1995, σσ. 144-148.) Οι αγριότητες που περιγράφονται διαδραματίστηκαν στην περιοχή του Αστυνομικού Σταθμύ Μπογαζίου, σε μια στάση των αυτοκινήτων που μετέφεραν τους κρατούμενους που κατάγονταν από χωριά της επαρχίας Κερύνειας από μια μάντρα στο Πέντε Μίλι για να σταλούν στην Τουρκία, στις 30 Ιουλίου 1974.

Δεν θα είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά από την ώρα που μας έστησαν εκεί, όταν από την κατεύθυνση των τελευταίων λεωφορείων ακούστηκε σαματάς πολύς και παράξενες φωνές. Οι πρώτες φωνές που έφτασαν στ’ αυτιά μας ήταν άγριες, δυνατές αλλά ασυνάρτητες, έτσι που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι γινόταν και έπαθαν οι Τούρκοι και φώναζαν. Σε λίγο, όμως, ακούστηκαν κάποιες άλλες φωνές σπαραξικάρδιες κι απελπισμένες, γεμάτες τρόμο και πόνο σωματικό. Ήταν φωνές ανθρώπου νέου κι αθώου, που αντιλαμβάνεται ότι έφτασε πρόωρα το τέλος του, βίαιο και σκληρό. Και φωνάζει μ‘ όλη τη δύναμη της ψυχής του για να τρομάξει ή και να συγκινήσει τον Χάρο, που τον βλέπει να πλησιάζει με το σπαθί του σηκωμένο, έτοιμος να του πάρει το κεφάλι και την ψυχή και να τον αποτρέψει από το μακάβριο κι απαίσιο έργο του.

-Παναγία μου τζ’ εσκοτώσαν με…! Οι σκύλλοι…! Οι άπιστοι…! Παναγία μου τα παιδιά, άου…! Εν να με σκοτώσουν… Οι σκύλλοι…!

Η καρδιά μου σφίκτηκε από οίκτο και συγκίνηση. Ένοιωσα το σχοινί να σφίγγεται πιο δυνατά γύρω στα χέρια μου από το απότομο τέντωμα των νεύρων και να μου προκαλεί πόνο ανυπόφορο. Η φωνή αυτή η πονεμένη και τόσο γνώριμη, αντηχούσε σαν καμπάνα θλιβερή στ’ αυτιά και μου τρυπούσε σα δίκοπο μαχαίρι την καρδιά. Αυτός που φώναζε ήταν άνθρωπος δικός μας, χωριανός μας. Έλληνας. Κι οι κραυγές που έβγαιναν σχεδόν άναρθρες από τα στήθειά του, κραυγές τρόμου και απελπισίας ήταν μήνυμα και προειδοποίηση σε όλους μας, ότι πλησίαζε κι δική μας η σειρά, το δικό μας τέλος.

Ούτε αυτόν δεν τον σεβάστηκαν παρ’ όλες τις υποσχέσεις που του έδωσαν οι Τούρκοι αστυνομικοί, ότι θα γύριζε σύντομα στο σπίτι του σώος κι αβλαβής. Ούτε το σχήμα και τα ράσα που φορούσε σεβάστηκαν. Γιατί ο δύσμοιρος δεν ήταν άλλος από τον ιερέα, ναι τον ιερέα του Τριμιθιού. Που ενώ στη μάντρα τον έβαλαν να καθίσει κοντά τους και του πρόσφεραν τσιγάρο, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, σήμερα, όταν όρμησαν τα αιμοβόρα γεράκια της ανατολής, εκείνοι αποτραβήκτηκαν και τον εγκατέλειψαν στο έλεός τους. Ίσως αυτό να είναι το πιο πιθανό, γιατί πράγματι και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να τον προστατέψουν από τους βάρβαρους στρατιώτες του Αττίλα.

Η επιθυμία να γυρίσω πίσω και να δω τι γίνεται έξω στο δρόμο μεγάλωνε συνεχώς, όσο και οι φωνές και τα ουρλιαχτά του ιερέα δυνάμωναν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε γιατί οι αστυνομικοί ήταν πάντα μέσα στο αυτοκίνητο και το ρούχο στα μάτια με εμπόδιζε να βλέπω μακριά. Την παραμικρή ύποπτη κίνηση να έκανα, μπορούσε να με σπάσουν κι εμένα στο ξύλο ή να με παραδώσουν στους Αττίλες. Αυτοί χαίρουνταν και γελούσαν με τον πόνο και το δράμα του παπά και φώναζαν άγρια σε μας μέσα στο αυτοκίνητο να μείνουμε καθισμένοι ίσια.

Δείχνοντας υπακοή στις φωνές τους έσκυψα μπροστά και ακούμπησα το κεφάλι στο σίδερο του μπροστινού καθίσματος. Με χίλιες προφυλάξεις, προσποιούμενος τον κουρασμένο και τον αδιάφορο, αλλά πάντα με το φόβο μην με αντιληφθούν, έτριψα όσο πιο δυνατά μπορούσα το ρούχο προς τα πάνω, με την ελπίδα να το μετακινήσω ακόμα λίγο, έτσι που να μου επιτρέπει να βλέπω ακόμα λίγο καλύτερα.

Με φόβο πάντως, και προφυλάξεις, αλλά και επιθυμία πολλή ακούμπησα το πρόσωπο στο γυαλί του παράθυρου. Τέντωσα ίσια το βλέμμα μου κάτω από το ρούχο και προσπάθησα να δω τι γίνεται πίσω στο δρόμο. Παρ’ όλη όμως την προσπάθεια το αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε. Μπόρεσα μόνο να δω ένα μεγάλο μαύρο όγκο στη μέση του δρόμου, και τούτο πολύ αμυδρά, που πλησίαζε αργά και σπασμωδικά. Προσηλώθηκα ακόμα πιο πολύ προσπαθώντας να ξεχωρίσω ιδιαίτερες κινήσεις και πρόσωπα. Φαίνουνταν όλα πολύ θαμπά και δεν κατόρθωσα τίποτε. Και … ξαφνικά όλα χάθηκαν από τα μάτια μου.

Ο μεγάλος μαύρος όγκος χάθηκε ανάμεσα στα λεωφορεία για να διαλυθεί σε λίγο, όταν οι στρατιώτες που τον αποτελούσαν, σπρώχνοντας και κτυπώντας συνέχεια τον παπά, τον οδήγησαν σ’ ένα από τα αυτοκίνητα και διαλύθηκαν ύστερα μέσα στα χωράφια. Οι κραυγές του θύματος έβγαιναν, καθ’ όλη τη διάρκεια. σπαρακτικές και γεμάτες απελπισία, ώσπου έσβησαν όταν επί τέλους τον παράτησαν από τα χέρια τους και τον έσπρωξαν μέσα σ’ ένα από τα λεωφορεία.

Δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε από κοντά το μαρτύριο του, ίσως καλύτερα για κείνη την ώρα, αλλά τον συνοδεύαμε πάντα με τη σκέψη μας. Αργότερα μας δόθηκε η ευκαιρία ν’ ακούσουμε από τον ίδιο την τραγική του περιπέτεια. Πράγματι λοιπόν οι Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί τον κράτησαν πίσω, όπως του είχαν υποσχεθεί. Δεν άρεσε όμως αυτό στους Ανατολίτες κουβαλητούς. Ώρμησαν πάνω του σαν τα γεράκια, με μανία και μίσος απερίγραπτα. Τους μέθυσε φαίνεται και τους εξαγρίωσε το ράσο. Και σαν ταύροι μπροστά σε κόκκινο πανί ώρμησαν πάνω του, του ξέσχισαν τα ράσα, τα κουρέλιασαν μπροστά στα μάτια του, ποδοπατώντας τα με λύσσα και ανεμίζοντάς τα στον αέρα σαν τρόπαια νίκης και θριάμβου, ενώ από τα στόματά τους, έβγαινα άναρθροι αλαλαγμοί και κραυγές άγριας ευχαρίστησης.

Τίποτε στην εμφάνισή του δεν έμεινε που να φανερώνει το σχήμα του, εκτός από τα γένια του. Το καλυμαύχι του, αφού έγινε κάμποση ώρα παιχνίδι στα βρώμικα χέρια τους, πετάχτηκε ύστερα στη γη και τσαλαπατήθηκε άγρια, λες και ήταν κάτι ζωντανό κι ήθελαν να πάρουν κι αυτουνού τη ψυχή. Τα παπούτσια και τις κάλτσες του τα τράβηξαν με βία και τα έβγαλαν από τα πόδια του και τα πέταξαν μακρυά μέσα στα χωράφια. Έτσι γυμνόποδα τον έβαλαν να πατά στα ξηρά αγκάθια, ενώ από πάνω τον ξυλοφόρτωναν και τον κλωτσοκοπούσαν άγρια.

Όταν ο παπάς άρχισε να φωνάζει απελπισμένος από την άγρια μεταχείριση και την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, κάποιος του κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στα μούτρα, τόσο δυνατό που το κορμί του έγυρε προς τα πίσω. Δεν έπεσε όμως γιατί το κράτησαν αυτοί που βρίσκονταν από πίσω του. Τον συγκράτησαν αρπάζοντάς τον γερά και κτυπώντας τον κι αυτοί που έφταναν. Ένας τον άρπαξε από τον κότσο, που σχημάτιζαν τα μαλλιά του στο πίσω μέρος της κεφαλής και τράβηξε με δύναμη. Ο πόνος ήταν αβάστακτος, κι εξωτερικεύτηκε με μια δυνατή κραυγή. Και χωρίς να τον αφήσει ο βάρβαρος, τράβηξε την λόγχη που κρεμόταν από τη ζώνη στη μέση του και με μια απότομη κίνηση τον έκοψε. Κραυγές αλαλαγμού ακούστηκαν και πάλι, ενώ πετούσε τα μαλλιά και τα σκόρπιζε ψηλά στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους, πριν πέσουν στη γη και τα τσαλαπατήσουν κι αυτά.

Στη θέα της λόγχης, άλλος ένας καννίβαλος τράβηξε τη δική του κι όρμησε μαινόμενος εναντίον του δύσμοιρου ιερέα, αποφασισμένος να του καταφέρει το τελειωτικό κτύπημα. Εκείνος δεν μπορούσε να προφυλακτεί. Ίσως και να μην τον πρόσεξε αφού σπάραζε από τον πόνο και παράδερνε στα χέρια τους, χωρίς να μπορεί να αντιδρά κτυπώντας από τον ένα στον άλλο και σ’όλους με τη σειρά. Τον τραβούσαν από τα γένια, τον χλεύαζαν και τον περιγελούσαν, κι ο ένας τον έστελλε στον άλλο με δυνατά κτυπήματα. Σπαρταρούσε στα χέρια τους σαν το ψάρι στη στεριά και το τέλος δεν φαινόταν μακριά. Την τελευταία στιγμή, ίσως γιατί ήθελαν να τον κρατήσουν ζωντανό για να διασκεδάσουν ακόμα πιο πολύ με τον πόνο του μπήκαν στη μέση κάποιοι άλλοι και εμπόδισαν τον συνάδελφό τους να αποτελειώσει το θύμα τους. Μούγκρισε ο άλλος από θυμό και μίσος που τον κράτησαν και τον εμπόδισαν, ανέμισε για λίγο τη λόγχη του κραδαίνοντας την απειλητικά και την έχωσε ύστερα στη θήκη της.

Ότι όμως δεν κατάφερε ο Τούρκος, προσπάθησε να το εκτελέσει ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός. Λυσσασμένος κι αυτός περισσότερο από τους Ανατολίτες ομοφύλους του, ή παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό που του προκαλούσε το αποτρόπαιο εκείνο θέαμα, θέλησε να παραβγεί μαζί τους και να τους ξεπεράσει στην αγριότητα και στην απανθρωπιά. Πλησίασε λοιπόν σιγά και ύπουλα τον περικυκλωμένο από Τούρκους στρατιώτες ιερέα και μόλις έφτασε σε θέση βολής που το χέρι του να τον φτάνει, τράβηξε το πιστόλι του και άρχισε να κτυπά μ’ αυτό και μ’ όλη του τη δύναμη τον παπά. Το πιο δυνατό κτύπημα το κατάφερε στο στήθος. Το άσπρο πουκάμισο σχίστηκε από πάνω ως κάτω στο αριστερό μέρος του στήθους. Η αιχμή του σιδερένιου οργάνου με τη δύναμη που κατέβηκε, έσχισε και τις σάρκες του θύματος και το αίμα άρχισε να ρέει και να ποτίζει τα ιδρωμένα ρούχα και την πυρωμένη άσφαλτο. Άλλο ένα κτύπημα κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια μανία και λύσσα, κατάφερε να σχίσει το παντελόνι και τις σάρκες του αριστερού ποδιού, από το γόνατο και κάτω και σ’ όλο το ύψος της κνήμης, σχηματίζοντας μια μεγάλη, αιμάσσουσα πληγή.

Οι κραυγές του ιερέα, κραυγές σπαρακτικές κι απελπισμένες με είχαν συνταράξει και μου ξέσχισαν την καρδιά. Πώς να περιγράψει κανείς τον πόνο και την αγωνία του ανθρώπου που βλέπει τον χάρο με τα μάτια του. Μου είναι αδύνατο, είναι κάτι που ξεφεύγει από τη δύναμή μου και δεν μπορώ να εκφραστώ. Η καρδιά μου μαρμαρώνει και σφίγγεται από πόνο και ρίγη συγκίνησης κάθε φορά που το φέρνω στη μνήμη μου, το μυαλό μου σταματά, έτσι που δεν βρίσκω λόγια να μιλήσω. Η σκέψη μου μένει καρφωμένη στα γεγονότα του φρικτού εκείνου μαρτυρίου κι οι σπαραγμοί αντηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου. Σπαραγμοί νέου ανθρώπου που του βγάζουν με το ζόρι την ψυχή από το στόμα. Ευτυχώς που το μαρτύριο σταματά ως εκεί και δεν είχε οποιαδήποτε χειρότερη συνέπεια.

Ομαδική δηλητηρίαση μετά ξυλοκοπήματος, Λευκωσία, Αύγουστος 1974

Ένας Λαπηθιώτης αιχμάλωτος, ο Γιώργος Χαριτωνίδης, κληρωτός λοχίας που υπηρετούσε στο 251ΤΠ και συνελήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα στην Κυθραία στις 15 Αυγούστου, περιγράφει στο απόσπασμα που ακολουθεί από το εξαιρετικό βιβλίο που εξέδωσε για την αιχμαλωσία του, τις παρενέργειες που προκάλεσε στους άτυχους κρατούμενους στις Αποθήκες Παυλίδη, στη Λευκωσία, η ομαδική δηλητηρίαση από το άθλιο φαγητό που τους χορηγήθηκε. (Πηγή: Γεώργιος Χαριτωνίδης, Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, Αθήνα: Κέδρος 2003, σ.101 κ. εξ.)

Την άλλη μέρα οι Τούρκοι πάλι διέδωσαν ότι επίκειτο απελευθέρωσή μας, γίναμε όμως επιφυλακτικοί λόγω της προηγούμενης εμπειρίας[1]. Δεν ενθουσιαστήκαμε, διατηρήσαμε απλώς κάποια αισιοδοξία. Το μεσημέρι μας φέρανε φαγητό. Ένα καζάνι γεμάτο μαγειρεμένα ρεβίθια στήθηκε στο κέντρο της αποθήκης και ένας ένας περνούσαμε και παίρναμε ένα δοχείο με ρεβίθια μαζί με ένα κουτάλι. Η γεύση τους ήταν πολύ άσχημη, γι’ αυτό από την πρώτη κουταλιά που δοκίμασα, αν και πεινούσα, έφτυσα ότι έβαλα στο στόμα μου. Πολλοί άλλοι τα φάγανε με το ζόρι, πιέζοντας τον εαυτό τους, γιατί από την πείνα δεν αντέχαμε άλλο. Το απόγευμα μας είπαν πάλι ότι θα μας ελευθέρωναν και αρχίσαμε να το πιστεύουμε. Έμελλε όμως να επαναληφθεί το ίδιο σενάριο.

Μας έδεσαν χέρια, μάτια μας έβαλαν στα λεωφορεία και πήραμε άγνωστη πορεία. Στο λεωφορείο όπου ήμουν εγώ όλους τους αιχμαλώτους τους έπιασε φοβερός φριχτός πόνος στην κοιλιά. Δηλητηριαστήκαμε από τα ρεβίθια. Ο πόνος σ’ εμένα ήταν ελάχιστος, γιατί είχα φτύσει το φαγητό. Ευτυχώς δεν μου προξένησε διάρροια όπως στους άλλους, οι οποίοι σφάδαζαν από τους πόνους και δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη διάρροια που έτρεχε από τα μπατζάκια τους. Μόλις αντιλήφθηκαν την κατάσταση αυτή. οι Τουρκοκύπριοι σταμάτησαν τη φάλαγγα. Οι ένοπλοι μαζί με τους οδηγούς βγήκαν έξω από τα λεωφορεία, γιατί η δυσοσμία ήταν αφόρητη. Περικύκλωσαν τα λεωφορεία και με τα όπλα τους μας φρουρούσαν. Η κατάσταση μέσα στο λεωφορείο ήταν απερίγραπτη. Τα βάσανα της αιχμαλωσίας μας είχαν αρχίσει.

Πρέπει να σταματήσαμε πολύ κοντά, δίπλα σε θάλασσα. Δεμένος χέρια μάτια άκουγα το κυματάκι της θάλασσας να σκάει ελαφρά στην ακτή. Η χαρακτηριστική μουσική, η εξαίσια μυρωδιά της θαλασσινής αύρας στα ρουθούνια μου… Κατάλαβα ότι ήμαστε σε κάποια παραλία της Κερύνειας. Ένιωσα θανατηφόρα την έλξη της θάλασσας. Μια βουτιά να έκανα κι ας πέθανα! «Είναι ελευθερία», σκέφτηκα αστραπιαία, «μόνο και μόνο όποτε θέλεις να μπαίνεις στη θάλασσα και να κολυμπάς.» Η πανέμορφη Κερύνεια, ο τόπος όπου γεννήθηκα, εκείνη τη στιγμή με τυραννούσε απίστευτα. «Πώς» σκεφτόμουν, «μένει τόσο αδιάφορα η θάλασσά μας και είναι ατάραχη! Πώς τα δέντρα μένουν ακίνητα, όπως πρώτα, οι βράχοι, οι πέτρες γιατί δεν κυλούν από τον Πενταδάκτυλο, οι εκκλησιές γιατί σωπαίνουν, οι τόσοι άγιοί μας, οι θαυματουργοί, το θαύμα τους γιατί δεν το κάνουν;» Με τρόπο απόλυτο ένιωσα αυτό ακριβώς που έγραψε αργότερα ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Μόντης: «Μου είναι αδύνατον να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας…»

Οι φρουροί μας και ο οδηγός του λεωφορείου, που όπως φαίνεται ήταν ιδιοκτήτης του, είδε ότι του λερώσαμε τα καθίσματα και άρχισε να μας βρίζει χυδαία. Χτύπησε μάλιστα τους αιχμαλώτους που καθόντουσαν στα μπροστινά καθίσματα. Όταν μείναμε μόνοι μας στο λεωφορείο και μας πρόσεχαν απέξω μόνο οι ένοπλοι, με κινήσεις συνεχείς των μυών του προσώπου κατάφερα να μετακινήσω το λουρί που έσφιγγε τα μάτια μου, με τρόπο ώστε να βλέπω λίγο από το ένα μάτι. Ήταν μαζί μας και ένας ανθυπολοχαγός Ελλαδίτης, ο Κώστας. Με παρακάλεσε να προσπαθήσω να του λύσω τη ζώνη, ώστε να μπορέσει να κατεβάσει το παντελόνι, να μην το λερώσει. Ευτυχώς δεν μπορούσαν να μας δουν απ’ έξω και σιγά σιγά με τα δάκτυλα, αν και τα χέρια ήταν σφιχτά δεμένα, μπόρεσα και του έλυσα τη ζώνη. Βοήθησα και δυο τρεις άλλους που καθόντουσαν μπροστά μου. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα στο λεωφορείο ένας Τουρκοκύπριος, για να εκτιμήσει την κατάσταση. Έκανε συνέχεια «ουφ…ουφ» από τη δυσοσμία, έβριζε και ρωτούσε σαρκαστικά: «Εν, που τον φόο σας;» Η απελπισία που αισθανόμουνα και η αγανάκτηση που μ’ έπνιξε για την ειρωνεία του Τουρκοκύπριου ότι «τα κάναμε πάνω μας από το φόβο μας» μου ανέβασαν το αίμα στο κεφάλι. «Συγκρατήσου», έλεγα για τρία τέσσερα δευτερόλεπτα μέσα μου, αλλά ο θυμός μου βγήκε άθελα και ρώτησα οργισμένος τον Τουρκοκύπριο: «Τι θα μας κάνετε; Πού θα μας πάτε; Γιατί…» Δεν πρόλαβα να συνεχίσω. Δε μου απάντησε, γιατί κάποιος τον φώναξε απέξω και κατέβηκε από το λεωφορείο. «Γιατί», θα του έλεγα, «μας είπατε ψέματα ότι θα μας ελευθερώνατε; Θέλουμε να ξέρουμε τι θα μας κάνετε.» Ευτυχώς που αυτά έμειναν στην άκρη της γλώσσας μου. Λάθος μου που πετάχτηκα να ζητήσω εξηγήσεις. Μου έγινε μάθημα για μετέπειτα, Ύστερα από λίγο μπήκανε μέσα τρεις τέσσερις Τουρκοκύπριοι. Ο προηγούμενος, στον οποίο έκανα την εξυπνάδα να τον ρωτήσω, με άγριες φωνές αναζητούσε στο λεωφορείο αυτόν που είχε ρωτήσει λίγο πριν. Κατάλαβα ότι είχε άγριες προθέσεις. Δείλιασα να του φανερωθώ. «Κάπου εδώ κοντά άκουσα τη φωνή», έλεγε και όλο με πλησίαζε. Στάθηκε άτυχος αυτός που καθόταν δίπλα μου. Υπολόγισε ότι ήταν αυτός και του έριξε άγριο ξύλο. Απορρόφησε αρκετή από τη μανία του Τουρκοκύπριου αντ’ εμού ο δυστυχής διπλανός μου. Συνέχισε μετά πάνω μου με λιγότερη ένταση. Με κτύπησε στο σβέρκο, στην πλάτη, στα μούτρα και μου έριξε μια κλωτσιά στο πόδι. Έφαγε ξύλο όλο το λεωφορείο. Έμεινα σκυφτός και σκεφτικός νοιώθοντας να με βασανίζει το ερωτηματικό μήπως το προκάλεσα εγώ όλο αυτό, που ζήτησα εξηγήσεις, και φάγανε όλοι ξύλο. Δν ήταν όμως αυτό. Μπήκανε μέσα στο λεωφορείο επίτηδες, για να χτυπήσουν. Το άκουσα που το έλεγε ένας Τουρκοκύπριος καθώς χτυπούσε τους αιχμαλώτους. Η απρόοπτη κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω της δηλητηρίασής μας τους άλλαξε πορεία και τους έβαλε σε επιπλέον κόπο. Αυτοί που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα ήταν πολύ πιο άτυχοι από μας. Ένας χτυπούσε από τα πίσω προς τα μπρος και οι άλλοι από τα μπροστινά καθίσματα προς τα πίσω. Οι μπροστινοί ήταν πιο σαδιστές και δεν προχωρούσαν προς τα πίσω· επέστρεφαν πάλι και χτυπούσαν μπροστά, γιατί δεν ήθελαν να πατήσουν και να λερώσουν τα παπούτσια τους με τις ακαθαρσίες της διάρροιας που λίμναζαν στη μέση του διαδρόμου.

Έκαναν ειρωνικά στον κάθε αιχμάλωτο την ίδια ερώτηση:

«Με ποιον είσαι; Με τον Μακάριο ή τον Γρίβα;»

Ο αιχμάλωτος απαντούσε.

«Είμαι με τον Μακάριο.»

Με την απάντηση άρχιζαν πάλι να χτυπούν.

«Με ποιον είσαι; Λέγε, με ποιον είσαι»

Συνέχιζαν να χτυπούν, μέχρι ο αιχμάλωτος να τους πει:

«Οι, οι, είμαι με τον Γρίβα.»

«Μόλις άκουγαν την απάντηση αυτή, γινόταν μια μικρή παύση και χαχανίζανε.

«Με ποιον είσαι είπες;»

Συνέχιζαν να χτυπούν γελώντας και ανάγκαζαν τον αιχμάλωτο να πεί:

«Οι, οι, είμαι με τον Μακάριο.»

Όποια κι αν ήταν η απάντηση, ο αιχμάλωτος έτρωγε ξύλο. Δε μας έφταναν τα τόσα βάσανα, είχαμε και το απίστευτα κακής ποιότητας χιούμορ των Τουρκοκυπρίων για την οπαδοποίησή μας σε «Μακαριακούς» και «Γριβικούς». Στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε, η Χούντα των Αθηνών με τις επεμβάσεις της έσπειρε σαν κακιά αρρώστια το διχασμό των Ελλήνων της Κύπρου. Αυτό ακριβώς το κατάντημα συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή.

Ένα άλλο απάνθρωπο βασανιστήριο υπέστησαν οι αιχμάλωτοι των δύο πρώτων καθισμάτων του λεωφορείου. Τους κατέβασαν έξω και τους έβαλαν ανά δύο, τον ένα να κοιτά τον άλλο. Τους κολλήσανε το όπλο στα πλευρά και τους απείλησαν ότι αν δεν υπάκουγαν θα τους εκτελούσαν. Η διαταγή ήταν ο ένας να δίνει χαστούκι στον άλλο κι εκείνος να απαντά με δυνατότερο. Αν το χαστούκι δεν επιστρεφόταν με την ένταση που έπρεπε, υποχρέωναν τον αιχμάλωτο να το επαναλάβει με την απειλή του όπλου. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με δύναμη μεγάλη και κλαίγανε με λυγμούς, επειδή αναγκάζονταν να το κάνουν. Οι Τουρκοκύπριοι ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Χαχανίζανε δυνατά. Έτυχε το μέρος να έχει και αντίλαλο. Οι λυγμοί των αιχμαλώτων έσμιγαν με το απαίσιο σαδιστικό γέλιο που το επέστρεφε στ’ αυτιά μας η ηχώ προκαλώντας μας την ανατριχιαστική αίσθηση ότι κάπου γύρω είχε κάποιο άνοιγμα η γη και από μέσα έβγαινε το γέλιο του διαβόλου. Δεν έτυχε να ξαναδώ χειρότερη περίπτωση εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δυστυχώς ή ευτυχώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επεμβαίνει και εξουδετερώνει κάθε άλλο ένστικτο, αίσθημα ή ιδέα. Αυτή είναι ίσως η διαφορά μεταξύ του κοινού ανθρώπου και του ήρωα.

Μας ξαναγύρισαν πίσω στη Λευκωσία, στις Φυλακές του Σεραΐου. Εκεί μας άφησαν να πλυθούμε. Μας έδωσαν αϊράνι, που βοηθούσε να σταματήσει η διάρροια, και μας έβαλαν σε κελλιά. Επειδή τις προηγούμενες μέρες μας είχαν περιορισμένους πρώτα σε εκκλησία και ύστερα σε μεγάλη αποθήκη, μόλις μας στρίμωξαν μέσα στον ελάχιστο χώρο και τράβηξαν τη σιδερένια πόρτα, για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα την ανασφάλεια και τον πανικό που δημιουργεί η κλειστοφοβία. Στο κελλί νούμερο εφτά, αν και στενάχωρο, ήμαστε οκτώ άτομα. Κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν υπήρχε χώρος να τεντωθούμε εντελώς. Υπήρχε μια μικρή στάμνα με νερό και ένας κουβάς για τις φυσικές μας ανάγκες, τον οποίο απ’ ότι θυμάμαι, δεν τον πολυχρειαζόμαστε από την πείνα και την αφυδάτωση. Το φαγητό μας ήταν μόλις για να ζούμε: ένα μικρό κομματάκι ψωμί με δυο τρεις ελιές. Πιο σπάνια τις ελιές τις αντικαθιστούσε μια λεπτή φέτα από ψωμί,

Στο κελλί μας υπήρχε και ένας βαριά ξυλοκοπημένος, ο οποίος δε θυμάμαι να είχε μιλήσει, κάτι να πει. Ήταν τόσο πολύ θλιμμένος, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Προσπαθήσαμε να του συμπαρασταθούμε, να του δώσουμε θάρρος, να τον κάνουμε με την κουβέντα να αισθανθεί λίγο καλύτερα. Μάταια όμως. Εκείνος γύριζε το πρόσωπο του από την άλλη μεριά και παρέμενε αμίλητος. Ευτυχώς στο ίδιο κελλί ήμουνα με τρεις φίλους μου, τον Πανίκο τον Χατζηιωάννου, τον Αντρέα Αριστείδου, και τον Νίκο Ηλιάδη, και κουβεντιάζαμε. Λέγαμε διάφορα και περνούσε η ώρα. Αν και δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο. εκεί κατάλαβα ότι η απόγνωση και το άγνωστο σε φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Η προσδοκία στο θείο αποτελεί την απομένουσα διέξοδο. Νομίζω ο Ηλιάδης είχε κρυμμένο ένα σταυρό. Κάθε βράδυ, κρυφά, τον έβγαζε την τσέπη του, προσκυνούσε και μετά μας τον έδινε και ένας ένας κάναμε το ίδιο. Όλοι μας κάναμε από ένα τάμα που θα πραγματοποιούσαμε αν απελευθερωνόμαστε. Το δικό μου ακόμα να πραγματοποιηθεί, γιατί είναι μια λαμπάδα στον Άγιο Γεώργιο τον Σπηλιώτη[2], στο κατεχόμενο μέχρι σήμερα χωριό μου. Εκτός από το ότι έχω το όνομά του, ερχότανε στο νου μου και το απόσπασμα από το τροπάριό του, όπου χαρακτηρίζεται ως «των αιχμαλώτων ελευθερωτής».

[1] Στη διάρκεια της προηγούμενης κράτησής τους μέσα στην εκκλησία του Νέου Χωριού Κυθρέας, οι Τούρκοι, προς μεγάλη χαρά των αιχμαλώτων, τους είχαν ανακοινώσει ότι θα τους απελευθέρωναν. Αντ’ αυτού τους είχαν μεταφέρει στις Αποθήκες Παυλίδη, στη Λευκωσία.

[2] Παρεκκλήσι στη Λάπηθο, στους πρόποδες του Πενταδακτύλου.

Σχολιάστε..