Ήταν 1η Απριλίου…

«Η νύχτα της 31ης του Μάρτη προς την 1η του Απρίλη 1955 ήταν μια γαληνεμένη ανοιξιάτικη νύκτα που μοσχοβολούσε απ’ τη λεπτή ευωδιά των ολάνθιστων λεμονόδενδρων. Κατά τ’ άλλα ήταν μια συνηθισμένη νύχτα.» Έτσι αρχίζει το βιβλίο της για την ΕΟΚΑ η Ελενίτσα Σεραφείμ Λοΐζου. Την ίδια νύχτα, της Πέμπτης, 31ης Μαρτίου προς την Παρασκευή, 1η Απριλίου 1955, οι μεγάλες κυπριακές πόλεις συγκλονίστηκαν από εκρήξεις βομβών που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα κυβερνητικά κτίρια.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση των βρετανικών αρχών, εκείνο το βράδυ καταγράφηκαν 16 βομβιστικές επιθέσεις. Σχεδόν οι μισές, επτά, στη Λευκωσία. Η ΕΟΚΑ έδρασε στις τέσσερις μεγάλες πόλεις, αλλά και σε περιοχές της υπαίθρου, κοντά στις πόλεις, όπως στη Δεκέλεια και την Επισκοπή. Το πρώτο κτύπημα στη Λευκωσία σύμφωνα με τις εφημερίδες έγινε στις 12.35 τα μεσάνυχτα, ενώ στη Λάρνακα οι εκρήξεις ακούστηκαν στις 12.42. Στην Αμμόχωστο και στη Λεμεσό τα κτυπήματα καταγράφηκαν στις 1.25 και 1.30. Είναι προφανές ότι ο σχεδιασμός προέβλεπε τον απόλυτο αιφνιδιασμό των Βρετανών, με ταυτόχρονα κτυπήματα στις τέσσερις μεγάλες πόλεις και με την παράλληλη διακοπή της ηλεκτροδότησης.

Στη Λευκωσία οι επιθέσεις άρχισαν από τον κυβερνητικό ραδιοσταθμό, στο σημερινό ΡΙΚ, στην Αθαλάσσα. Ήταν η πιο εντυπωσιακή καταδρομική επιχείρηση εκείνης της νύκτας. Η επίσημη αστυνομική ανακοίνωση ανέφερε ότι «τέσσερις προσωπιδοφόροι με πιστόλια και μαχαίρας εισήλθον εις τον Ραδιοφωνικόν Σταθμόν, εξουδετέρωσαν τους φύλακας και τους έδεσαν.» Ακολούθησε έκρηξη δυναμίτιδας και φωτιά με μεγάλες ζημιές. Οι άλλοι στόχοι στη Λευκωσία ήταν οι στρατώνες Γούσλεϊ, τα Γραφεία της Αρχιγραμματείας και ο Στρατιωτικός Ραδιοσταθμός Λακατάμιας. Στην πρωτεύουσα η ΕΟΚΑ κτύπησε και το επόμενο βράδυ, με δυναμιτιστικές εκρήξεις και επιθέσεις με αυτοσχέδιες χειροβομβίδες σε σπίτια Βρετανών στρατιωτικών, σε λεωφορεία και στρατιωτικά αυτοκίνητα.

Στη Λάρνακα, τηρουμένων των αναλογιών, καταγράφηκαν τα πιο πετυχημένα αποτελέσματα. Οι στόχοι ήταν το αστυνομικό αρχηγείο της πόλης, το Διοικητήριο, το σπίτι του Αστυνόμου και το γειτονικό σπίτι του Διοικητή, και το Δικαστικό Μέγαρο. Στη Λάρνακα, η ΕΟΚΑ είχε και τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς συνελήφθηκαν τα στελέχη Σταύρος Ποσκώτης, Γεώργιος Λυκούργος, Μιχάλης Παρίδης, και άλλοι, γεγονός που ανέκοψε για κάποιο διάστημα την πορεία της οργάνωσης

Στη Λεμεσό κεντρικοί στόχοι ήταν ο Κεντρικός Αστυνομικός Σταθμός, όπου σημειώθηκαν τρεις εκρήξεις και καταγράφηκαν μικροζημιές και ο Αστυνομικός Σταθμός Αγίου Ιωάννη, όπου  σημειώθηκε ανάλογη βομβιστική επίθεση. Σε μια άλλη επιχείρηση, τρεις ένοπλοι ακινητοποίησαν το πολιτικό προσωπικό της Επισταθμίας Επισκοπής, και προκάλεσαν ζημιές στο Σταθμό. Για τη Λεμεσό, όπως και στην Αμμόχωστο, τα αποτελέσματα της πρώτης βραδιάς ήταν πενιχρά.

Στην Αμμόχωστο, σημειώθηκαν μικρές «δυναμιτιστικές εκρήξεις» στην περιοχή του βρετανικού στρατοπέδου στο δρόμο Αμμοχώστου – Λάρνακας. Επίσης έγινε απόπειρα πυρπόλησης πετρελαιοδεξαμενών στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό της Δεκέλειας. Όπως ανακοίνωσε η Αστυνομία, το πρωί της 1ης Απριλίου βρέθηκε νεκρός κοντά στο χωριό Αυγόρου ο Μόδεστος Παντελή, από το Λιοπέτρι, 28 ετών, «συνεπεία ηλεκτροπληξίας καθ’ ον χρόνον απεπειράτο, να αποκόψη ηλεκτροφόρον καλώδιον». Άμεση σχέση με τις εκρήξεις στην περιοχή Αμμοχώστου ήταν η προκήρυξη της  Αστυνομίας, που δημοσιεύθηκε στις περισσότερες κυπριακές εφημερίδες την Τρίτη, 5 Απριλίου, με τον πρώτο καταζητούμενο, τον Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου εκ Λύσης. Η αμοιβή για τη σύλληψή του ήταν 250 λίρες.

Το αστυνομικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε την 1η Απριλίου και δημοσιεύθηκε την επόμενη ημέρα στον κυπριακό Τύπο, έκανε λόγο και για τη διανομή δακτυλογραφημένων προκηρύξεων στην ελληνική, «αι οποίαι λέγεται ότι ερρίφθησαν από αυτοκίνητα, μικρόν τι μετά τας εκρήξεις εις την Λευκωσίαν». Το εκπληκτικό για όσα ακολούθησαν με τη βρετανική λογοκρισία τα επόμενα χρόνια, που δείχνει ότι οι αποικιακές αρχές πιάστηκαν εντελώς στον ύπνο, είναι ότι η ανακοίνωση της Αστυνομίας αναπαρήγαγε όλο το επαναστατικό κείμενο της πρώτης προκήρυξης της ΕΟΚΑ, και έτσι, μέσω των εφημερίδων της 2ας Απριλίου 1955, έγινε γνωστό σε κάθε κυπριακό σπίτι. Παράλληλα, σύμφωνα με τις αστυνομικές ανακοινώσεις, το βράδυ της 1ης Απριλίου «ευρέθησαν αναγεγραμμένα με βαφήν εις τοίχους και την άσφαλτον των οδών της Λεμεσού διάφορα συνθήματα, ως «ΕΟΚΑ», «Ένωσις», «Να φύγουν οι Άγγλοι», κλπ.».

Ας δούμε τώρα πολύ συνοπτικά τις πολιτικές αντιδράσεις. Στην Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όπως ήταν επόμενο, δεν έκανε κανένα σχόλιο. Αντίθετα, ο κυβερνήτης Armitage, σε δηλώσεις του, λίγες ώρες ύστερα από τις εκρήξεις, δύσκολα έκρυβε την αγωνία του. Έγραφε η επίσημη ανακοίνωση: «Η Α.Ε. ο Κυβερνήτης είπεν ότι θα ληφθούν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα διά την ανίχνευσιν και σύλληψιν των κακοποιών και ότι είναι βέβαιος ότι ο κυπριακός λαός, ο οποίος αποτελείται από σοβαρούς και νομοταγείς πολίτας, συμμερίζεται τον αποτροπιασμόν και την λύπην των Αρχών, διά τας τοιαύτας τρομοκρατικάς επιθέσεις και ούτε θα ενθαρρύνη, ούτε θα συγχωρήση ταύτας.»

Η μόνη πολιτική παράταξη που αποδοκίμασε, σχεδόν ακαριαία, τις «τρομοκρατικές επιθέσεις» ήταν το ΑΚΕΛ, από τις πρώτες ώρες και λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε και η ΠΕΟ. Η ανακοίνωση του ΑΚΕΛ καταδίκαζε όσους επέλεξαν την «ατομική τρομοκρατία» ως μέθοδο αγώνα, επιμένοντας στην ανάγκη συγκρότησης «ενιαίου πατριωτικού μετώπου».

Στην Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε οποιοδήποτε σχόλιο για τις εκρήξεις στην Κύπρο. Από τις επίσημες βρετανικές αντιδράσεις σημειώνουμε πρώτα την έκφραση έντονης δυσαρέσκειας και το διάβημα της βρετανικής Πρεσβείας των Αθηνών στον υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Στεφανόπουλο στις 4 και 5 Απριλίου 1955, για το ύφος των κυπριακών εκπομπών του ελληνικού ραδιοσταθμού. Ο Στεφανόπουλος επανέλαβε ότι η κυβέρνηση Παπάγου «ήταν εναντίον της βίας και δεν θα επέτρεπε τη διατάραξη των φιλικών και συμμαχικών σχέσεων με τη Μεγάλη Βρετανία». Ήδη, στις 3 Απριλίου 1955, ο Αμερικανός Πρέσβης στην Αθήνα είχε δηλώσει ότι κανένας δεν μπορεί να αμφιβάλλει για την υποστήριξη των ΗΠΑ υπέρ της αρχής της αυτοδιάθεσης, συμπληρώνοντας ότι «είναι ακατάλληλος η εποχή για ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος».

Αν πιστέψουμε αυτά που περιγράφει ο Λώρενς Ντάρελλ στο βιβλίο του «Πικρολέμονα», το πρωί της 1ης Απριλίου 1955, ύστερα από τις εκρήξεις, όλα έμοιαζαν να κυλούν κανονικά στη Λευκωσία. Οι μαγαζάτορες ανέβαζαν τα ρολά των καταστημάτων τους και ρουφούσαν νωχελικά τον πρωινό καφέ τους, όπως κάθε μέρα. Όμως, προσθέτει, «είχαμε φτάσει σε ένα όριο. Από δω και μπρος το θέμα ήταν να κρατήσουμε.» Ποιος θα «κρατούσε» και πώς θα εξελισσόταν ο αγώνας που ξεκίνησε στις μία παρά εικοσιπέντε της 1ης Απριλίου του 1955 με την έκρηξη στον Κρατικό Ραδιοσταθμό στην Αθαλάσσα ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανείς να προεξοφλήσει εκείνο το πρωινό.

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” την 1η Απριλίου 2014

 

Advertisement

Σχολιάστε..

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s