Φύλακες και Φυλακές

Για την ιστορία των Κεντρικών Φυλακών είχε ασχοληθεί η στήλη μας παλιότερα, όταν γράψαμε για τα βιβλία του Χριστόδουλου Γαλατόπουλου «Στις φλόγες του Κυβερνείου» (εκδόσεις Επιφανίου) και του Τεύκρου Ανθία «Πώς έζησα 18 μήνες στις Κεντρικές Φυλακές» (εκδόσεις Εν Τύποις). Οι Γαλατόπουλος και Ανθίας ήταν δύο από τους πιο διάσημους πολιτικούς κατάδικους των Κεντρικών Φυλακών στην Αγγλοκρατία, πριν από τον αγώνα της ΕΟΚΑ.  Στον ίδιο χώρο, φυλακίστηκαν στα χρόνια της αποικιοκρατίας και άλλες γνωστές πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο Ανδρέας Ζιαρτίδης, ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης, ο Νικόλαος Καταλάνος, ο Πλουτής Σέρβας, κ.ά. Ως μεμονωμένοι πολιτικοί κατάδικοι ζούσαν στους ίδιους χώρους με τους ποινικούς κατάδικους, και βίωναν από πρώτο χέρι τον εξευτελισμό της φυλακής και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα παγωμένα κελιά. Στην περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ στα «ζοντάνια» (διαμερίσματα) των Κεντρικών Φυλακών «φιλοξενήθηκαν» ορισμένοι από τους πιο επιφανείς αγωνιστές και αγωνίστριες του απελευθερωτικού αγώνα και εδώ άφησαν την τελευταία τους πνοή οι εννιά μάρτυρες της αγχόνης, με τελευταίο τον έφηβο Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Τραγική ειρωνεία: Διευθυντής των Φυλακών στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν ο Τζ. Άιρονς, ο οποίος, ως συνταγματάρχης στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε διοικήσει χιλιάδες Κυπρίους στρατιώτες του «Κυπριακού Συντάγματος» – πολεμιστές (και τότε) του αγώνα για την ελευθερία.

Πριν κτιστεί από τους Βρετανούς το σημερινό κτίριο των Κεντρικών Φυλακών (1894), η Κύπρος στα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας ήταν ένας από τους πιο επαχθείς τόπους εξορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο νησί μας φυλακίζονταν είτε πολιτικοί και αξιωματούχοι που θεωρούνταν επικίνδυνοι για τις σουλτανικές αρχές, όπως ο μεγάλος φιλελεύθερος διανοούμενος Ναμίκ Κεμάλ, στην Αμμόχωστο, είτε βαρυποινίτες κατάδικοι. Τότε, οι Φυλακές βρίσκονταν στο κέντρο των πόλεων και οι μεσαιωνικές συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων ήταν απάνθρωπες.

Επί Βρετανών η κατάσταση βελτιώθηκε: Οι ανήλικοι φυλακισμένοι ζούσαν σε ξεχωριστά κελιά, μακριά από τους ενήλικες και ασχολούνταν με συγκεκριμένα επαγγέλματα (συνήθως με την υποδηματοποιία). Οι καταδικασμένοι σε μικρές ποινές οδηγούνταν καθημερινά σε διάφορα κυβερνητικά γραφεία για να τα καθαρίζουν είτε ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες σε κοντινά χωράφια. Η συνήθης απασχόληση των βαρυποινιτών ήταν να σπάζουν πέτρες και ουδέποτε έβγαιναν έξω από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής.

Όπως τόνιζε τον Νοέμβριο του 1911 ο Νικόλαος Καταλάνος, ο μεγάλος λαϊκός ηγέτης και δημοσιογράφος που έζησε ως κατάδικος για αρκετές βδομάδες στις Κεντρικές Φυλακές, η άριστη εξωτερική όψη των Φυλακών παραπλανούσε όσους επισκέπτονταν τακτικά για επιθεώρηση το χώρο. (Διευθυντής των Φυλακών ήταν ο Αρχιαστυνόμος.) Οι κατάδικοι δεν τολμούσαν να εκφράσουν τα παράπονά τους για τους δεσμοφύλακες και να καταγγείλουν τις συνθήκες κράτησής τους: «Πάντες οι επιθεωρηταί δέχονται προφορικάς αναφοράς των δεσμωτών και απέρχονται αποκομιζόμενοι πάντοτε αγαθάς εντυπώσεις, διότι ουδείς δεσμώτης πλην τινων εξαιρετικών περιστάσεων, τολμά να εκφράση παράπονόν τι, επειδή μετά την αναχώρησιν του επιθεωρητού ο δεσμώτης ευρίσκεται πάντοτε εις την διάκρισιν των καθ’ ων θα εξέφραζε τα παράπονά του.»

Τα όσα εφιαλτικά αποκαλύπτονται σήμερα για τις φυλακές, επιβεβαιώνουν την κατάρρευση και του σωφρονιστικού συστήματος, όπου δεν φαίνεται να άλλαξαν πολλά από το 1911. Το ερώτημα επαναλαμβάνεται: Μπορούμε να αλλάξουμε;

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος”, στις 18 Ιανουαρίου 2014.

Σχολιάστε..