Στον κυπριακό Τύπο των τελευταίων ημερών δημοσιεύθηκαν δύο άρθρα για το συνέδριο «Όψεις και πτυχές της ιστορίας του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και στην Κύπρο», που πραγματοποιήθηκε στις 18 και 19 Οκτωβρίου στη Λευκωσία, από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Αναδημοσιεύονται και εδώ, ως απόηχος ενός ιστορικού συνεδρίου το οποίο οι σύνεδροι το ευχαριστηθήκαμε όσο λίγα!
Το πρώτο, που υπογράφει ο Σάββας Παύλου, δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», την Τρίτη, 22 Οκτωβρίου 2013. Το δεύτερο, του Κλήμη Μαστορίδη, δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Πολίτης», την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013.
Σάββας Παύλου, «Το συνέδριο για την ιστορία του ποδοσφαίρου»,
εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», 22 Οκτωβρίου 2013
Χάριτας οφείλομεν στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και στον καθηγητή κ. Πέτρο Παπαπολυβίου, για το Συνέδριο «Όψεις και πτυχές της ιστορίας του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και στην Κύπρο». Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, εδώ και χρόνια, συνεχίζει την πορεία εμβάθυνσης σε νέα θέματα και εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό προς την κοινωνία και να διευρύνει την επαφή του με την κοινωνία, δεν περιχαρακώνεται σε χρυσελεφάντινους πύργους και σε επιστημονικοφανείς απομονώσεις.
Όμως, νεαρός φιλόλογος μού υπέδειξε ότι η παρέμβασή μου στο Συνέδριο για την Ιστορία του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και την Κύπρο (Πανεπιστήμιο Κύπρου, β’ συνεδρία, Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013, 9.30-10.50) είχε στοιχεία συναισθηματικής έντασης, που δεν προσιδιάζουν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις (ήθελε να πει για άτσαλη παρέμβασή μου, όμως είναι από τους νεαρούς και ευγενείς φιλολόγους, που χρησιμοποιούν εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο), ακόμη μου τόνισε ότι τα επιχειρήματά μου δεν είχαν εκείνη τη νοητική αλληλουχία που χαρακτηρίζει διάφορα γραπτά μου, υπήρχαν χάσματα και νοητικά άλματα. Αποδέχομαι και τις δύο υποδείξεις / παρατηρήσεις. Αυτό, λοιπόν, που προφορικά δεν διατύπωσα ευκρινώς άμα τω πέρατι της συνεδρίας, το καταγράφω εδώ.
Οι εισηγήσεις αναφέρονταν στη διάσπαση και διαχωρισμό των κυπριακών ποδοσφαιρικών ομάδων σε ομάδες της αριστεράς και της δεξιάς, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’40, και στην αποχώρηση των τουρκοκυπριακών ομάδων από την ΚΟΠ, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Όμως δεν μπορούμε να βλέπουμε τα θέματα αυτά της Κύπρου σαν να συνέβαιναν μέσα στις ομαλές συνθήκες μιας χώρας, π.χ. της Δανίας ή της Σουηδίας, η οποία έφτασε στη δημιουργία ενός έθνους-κράτους, που λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια του αστικού φιλελευθερισμού. Στην Κύπρο είχαμε αποικιοκρατία, κυρίαρχοι ήσαν οι Άγγλοι, αυτοί κρατούσαν το σπαθί της δύναμης, έλεγχαν και ποδηγετούσαν. Μας ενδιαφέρει, λοιπόν, και η δική τους στάση, παρεμβολή και επίδραση στην εξέλιξη του θέματος.
Ποια ήταν η στάση των Άγγλων κυριάρχων; Ενίσχυσαν αυτές τις κινήσεις, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε» που συνήθως εφάρμοζαν, τις είδαν αρνητικά μέσα στη λογική ότι η αποικία που διευθύνουμε πρέπει να είναι ήρεμη και χωρίς εντάσεις, διαπληκτισμούς και διαμάχες ή, ακόμη, τήρησαν αδιάφορη στάση ότι, δηλαδή, πρόκειται για ιδιοτροπίες και τερτίπια των ιθαγενών της Κύπρου, και ευτυχώς που το πεπολιτισμένο και πεφωτισμένο κράτος της Αγγλίας τους έχει υπό την αποικιοκρατική του διοίκηση, για να τους βελτιώσει όσο μπορούσε περισσότερο.
Τι έγραφαν οι Άγγλοι στα έγγραφα των διοικητικών τους υπηρεσιών στην Κύπρο; Τι έγραφαν οι αξιωματούχοι της αποικιοκρατίας στις αναφορές τους προς το Λονδίνο για το θέμα αυτό; Γιατί μας ενδιαφέρει και η στάση των κυριάρχων αποικιοκρατών για να δούμε συνολικά το ζήτημα. Και οι τέσσερις εισηγήσεις αυτής της συνεδρίας κάλυψαν το συγκεκριμένο θέμα που διαπραγματεύονταν με σαφήνεια και ανέδειξαν πολλές επί μέρους πτυχές του. Απουσίαζε όμως η διερεύνηση της στάσης των Άγγλων αποικιοκρατών, ενδεχομένως μια πέμπτη εισήγηση, που θα κάλυπτε αποκλειστικά αυτό το θέμα, θα ολοκλήρωνε καλύτερα αυτήν τη συνεδρία. Αυτό το απλό ήθελα να πω.
Όσο για το δεύτερο σημείο: για τη μη χρήση του όρου μειονότητα στη σχετική εισήγηση για τις ποδοσφαιρικές δραστηριότητες των Τουρκοκυπρίων. Ο όρος μειονότητα δεν είναι απαξιωτικός, ούτε μειωτικός, είναι πραγματολογικός όρος, που βοηθά τον ακροατή και τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσουν καλύτερα την πραγματικότητα. Η επιστήμη προχωρεί με τις διακρίσεις εννοιών και πραγματικοτήτων κι όχι με τις ιδεοληψίες που δημιουργούν ένα καζάνι όπου συμφύρονται πρωτεύοντα και τεταρτεύοντα σε έναν πολτό. Όταν κάποιος μιλά για την αθλητική και πολιτιστική δραστηριότητα των Αρμενίων δεν μπορεί να μιλά λες και η Κύπρος είναι μια αρμενική επαρχία. Πρέπει να προσδιορίσει ότι αναφέρεται σε μια μειονότητα του 1%, διασκορπισμένη σε πολλά μέρη της Κύπρου, γι’ αυτό και οι δυνατότητές της είναι περιορισμένες. Και για την τουρκοκυπριακή παρουσία στην Κύπρο και στις προσπάθειές της επί αγγλοκρατίας να δημιουργήσει ποδοσφαιρικά σωματεία, ο μελετητής που δεν θα προσδιορίσει ότι πρόκειται για μια μειονότητα του 18%, διασκορπισμένη σε όλη την Κύπρο και τις συνακόλουθες δυνατότητες που της έδινε το πληθυσμιακό της μέγεθος, δεν βοηθά τον αναγνώστη του να κατανοήσει το θέμα.
Δεν είναι μόνο αυτό. Η μεγάλη ποσότητα μετατρέπεται, συνήθως, και σε ποιότητα. Θα ήταν ενδεικτική η παράθεση των αθλητικών περιοδικών και εφημερίδων που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά και τουρκικά στην Κύπρο της αγγλοκρατίας. Τότε θα δούμε ότι η ελληνική έντυπη αθλητική παρουσία δεν ήταν τετραπλάσια της τουρκοκυπριακής αλλά υπερδεκαπλάσια, με αθλητικά έντυπα εκδοτικά πιο φροντισμένα, με περισσότερες σελίδες και πλουσιότερο περιεχόμενο. Ως φιλόλογος μελέτησα αυτό το θέμα στο πεδίο της ποιητικής παραγωγής των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας. Η ελληνόγλωσση παραγωγή, που συμπεριλαμβάνει τις αυτοτελείς ποιητικές συλλογές και τις ποιητάρικες φυλλάδες, που το ποιητικό τους κείμενο υπερβαίνει τον αριθμό των στίχων που έχει μια συνήθης συλλογή, ξεπερνά τους δύο χιλιάδες τίτλους. Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος ότι η τουρκόγλωσση ποιητική παραγωγή του 18% θα έφτανε τους 400, περίπου, τίτλους. Μια εικοσάδα όμως ήταν, περίπου, είκοσι φορές λιγότερη από αυτήν που αναμέναμε (1). Είπαμε, η μεγάλη ποσότητα μετατρέπεται, συνήθως, και σε ποιότητα όμως η μικρή ποσότητα μπορεί να σε καταβαραθρώσει εντελώς, να πέσεις πιο κάτω και από το όριο που σου δίνει η επί τοις εκατόν αναλογία σου.
Αυτά ήθελα να πω για την εισήγηση αυτή που κάλυψε με εμπεριστατωμένο και διεξοδικό τρόπο τα της τουρκοκυπριακής ποδοσφαιρικής δραστηριότητας, χωρίς όμως να προσδιορίσει ότι μιλούσε για μια μειονότητα του νησιού.
Σημειώσεις:
1) Βλ. Δελτίο Βιβλιογραφικής Εταιρείας Κύπρου, τόμος Γ (1990), Λευκωσία 1991, το μελέτημα του Ahmet An, Turkish Cypriot Bibliography 1878–1963, στις σσ. 179-197.
Κλήμης Μαστορίδης*, «Ανεπιτήδευτες ανάσες πολιτισμού»
εφημ. «Πολίτης», 27 Οκτωβρίου 2013
Όπως και να το κάνουμε, είναι μια κάποια παρηγοριά να μπορείς μέσα στη γενικότερη ασφυξία των καιρών να παίρνεις μιαν ανάσα φρέσκου, καθαρού αέρα πολιτισμού στον τόπο όπου ζεις. Αυτό βίωσα το περασμένο Σάββατο, και μάλιστα σε διπλή δόση
Νωρίς το πρωί του Σαββάτου ξεκίνησα για το Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου συνεχιζόταν για δεύτερη μέρα το συνέδριο με τίτλο «Όψεις και πτυχές της ιστορίας του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και στην Κύπρο». Η αίθουσα είχε αρκετό κόσμο για τα συνήθη δεδομένα μας, με πολλούς από τους παρευρισκόμενους να είναι απ’ την Ελλάδα. Οι δύο συνεδρίες που παρακολούθησα, μέχρι το μεσημεριανό διάλειμμα, ήταν απολαυστικές από κάθε άποψη.
Ο Πέτρος Παπαπολυβίου, αναπληρωτής καθηγητής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, σε μια ιδιοφυή διεργασία «μετακένωσης», κατάφερε να υλοποιήσει την ιδέα που επεξεργαζόταν με στόχο να μεταφέρει την αγάπη του για το ποδόσφαιρο στα ακαδημαϊκά τερέν! Κάλεσε έμπειρους αλλά και νέους, πολλά υποσχόμενους παίκτες και έστησε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παιχνίδια, με εναλλαγές και φάσεις, για μιάμιση μέρα στη Λευκωσία. Μάλιστα, αυτό έγινε τη στιγμή που η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ανακοίνωνε ότι στις 5 Νοεμβρίου θα συναντηθεί στη Ζυρίχη με τον πρόεδρο της FIFA, τον Μισέλ Πλατινί της UEFA, και την Τουρκοκυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου με στόχο μια «προσωρινή διευθέτηση για το ποδόσφαιρο στην Κύπρο» στη βάση των καταστατικών της FIFA και της UEFA.
Τις συγκροτημένες και πρωτότυπες εισηγήσεις ακολουθούσαν ενδιαφέρουσες και ενίοτε φορτισμένες συζητήσεις. Ο ρόλος της πολιτικής στις ποδοσφαιρικές διασπάσεις σε Κύπρο και Ελλάδα μέσα απ’ τον εμφύλιο του ’47 και τις εθνοτικές διενέξεις στο νησί, ο ΑΠΟΕΛ και η Ομόνοια, το ποδόσφαιρο ως εργαλείο προπαγάνδας και κοινωνικού αποκλεισμού, η οπαδική κουλτούρα και ταυτότητα ήταν μερικά μόνο απ’ τα θέματα που απασχόλησαν τους εισηγητές και συζήτησαν μαζί τους όσοι τυχεροί βρέθηκαν στις «κερκίδες» του Πανεπιστημίου Κύπρου. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όλοι θα περιμένουν την επόμενη κίνηση του κ. Παπαπολυβίου, στη λογική που θέλει ολόψυχα δοσμένους ανθρώπους να πραγματώνουν τις ιδέες τους ακόμα και σε καιρούς χαλεπούς κι αβέβαιους.
Αισθανόμουν άσχημα που έπρεπε να εγκαταλείψω το συνέδριο πριν από την ολοκλήρωσή του και μάλιστα χωρίς να παρακολουθήσω την ομιλία σχετικά με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Όμως, δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να χάσει –την ίδια εκείνη μέρα– την παρουσία ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες εικαστικούς στο Μουσείο Χαρακτικής στα Πλατανίστεια. Ο μεγάλος [και σε ηλικία πια] Χρόνης Μπότσογλου, καλεσμένος του Χαμπή, εκθέτει χαρακτικά και μιλά για το έργο του!
Με την ψυχή στο στόμα μπήκαμε στο παλιό μικρό Νισάν, που έκανε ό,τι χρειαζόταν για να παρκάρουμε έξω απ’ το μουσείο ακριβώς στις 5.30 το απόγευμα, την ώρα που σύμφωνα με το πρόγραμμα θα ξεκινούσε ο Μπότσογλου την ομιλία του. Λίγο νωρίτερα, κι ενώ ο κινητήρας αγκομαχούσε στην ανηφόρα, έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί: «Να ο λόγος που όλοι έχουν γρήγορα κι ακριβά αυτοκίνητα στο νησί». Στο μουσείο μάς υποδέχθηκε φιλόξενα ο Γιώργος, μας καλωσόρισε ο Χαμπής, μιλήσαμε με τον Στέλιο και περιηγηθήκαμε στους χώρους της έκθεσης.
Τον Μπότσογλου, πέρα απ’ το ότι υπήρξε δάσκαλος φίλων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κι αγαπητός καλλιτέχνης, υπήρχαν ένας-δυο ακόμα λόγοι για να θέλω να τον δω και να τον ακούσω. Για παράδειγμα, το ότι γεννηθήκαμε στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, κάτι που μετρά συναισθηματικά όταν βρίσκεσαι σ’ άλλον τόπο… Ένας άλλος λόγος ήταν πως στα χρόνια μετά τη χούντα βρεθήκαμε ακριβώς στον ίδιο πολιτικό χώρο της αριστεράς. Βέβαια, βλέποντας σήμερα, μετά από 40 χρόνια, πού κατέληξαν διάφοροι παλιοί μας σύντροφοι [από έμπιστοι σύμβουλοι πρωθυπουργών δεξιών κυβερνήσεων μέχρι τρόφιμοι του Κορυδαλλού για διασπάθιση δημόσιου χρήματος] σκέφτομαι πως κάποιο δίκιο είχε ο Π. Παπαπολυβίου όταν σε μια δευτερολογία του στο προαναφερθέν συνέδριο είπε: «Όπως λέμε κι εμείς οι ποδοσφαιρόφιλοι, το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση απ’ την πολιτική»…
Μαζί με τον Μπότσογλου ο Χαμπής φιλοξενεί, όπως και στο παρελθόν, άλλους δύο σημαντικούς για την τέχνη της χαρακτικής στην Ελλάδα δημιουργούς, τη Δήμητρα Σιατερλή και τον Πίνο Παντολφίνι. Τους προσφώνησε και τους αγκάλιασε όλους συγκινημένος, μπροστά στο «οικογενειακού μεγέθους» ακροατήριο, ανάμεσα σε μια πανδαισία ήχων και ποιημάτων που συνοδεύονταν με ζιβανία και σταφύλι. Κάπου εκεί ξεκίνησε κι ο Μπότσογλου, με τη μετριοφροσύνη και την απλότητα που χαρακτηρίζουν τους πραγματικά μεγάλους καλλιτέχνες, να παρουσιάσει το αυτοβιογραφικό ταξίδι του στους χώρους της ζωγραφικής, γλυπτικής, και χαρακτικής τέχνης. Από την κουζίνα του σπιτιού στη Σαλονίκη, που ζωγράφισε με τέμπερες σαν ήταν δώδεκα χρονών, στη χρήση υλικών που βρίσκουμε στη φύση και των αφαιρετικών πειραματισμών με διάφορα εργαλεία, τεχνικές και επιφάνειες, μέχρι τις πρόσφατες ψηφιακές αναζητήσεις του. Οι μορφές των οικείων, η μητέρα, ο πατέρας, η κόρη, ξανά η μητέρα, οι φίλοι, μέσα από την αγωνία του καλλιτέχνη να τιθασεύσει τα εκφραστικά μέσα του σε μια απόλυτη, όμως, ελευθερία. Οι παρευρισκόμενοι τον άκουσαν ευλαβικά να μιλά για τις χαρές και τις αγωνίες της μέθεξης και μπροστά απ’ τα μάτια τους πέρασε μισός αιώνας μεστής, διεθνώς αναγνωρισμένης, ειλικρινούς δημιουργικής προσπάθειας. Δυστυχώς, μετά την ομιλία, η πεζή ερώτηση για την «αγορά της τέχνης» ξένισε και μάλλον αποσυντόνισε για λίγο τον Μπότσογλου. Ανέκαμψε με την παρέμβαση της Δήμητρας Σιατερλή, η οποία κατέθεσε δημόσια τι τη συναρπάζει στην τέχνη του Μπότσογλου, μιλώντας για τη σπουδή του στο “σώμα”.
Στην επιστροφή προς Λευκωσία συζητήσαμε ξανά για τα αποθέματα ψυχικού σθένους που απαιτούνται, ειδικά στις μέρες μας, για να μπορεί κάποιος να αντιστέκεται και να διαφοροποιείται, προσφέροντας στην κοινωνία και στον πολιτισμό της. Ο Πέτρος, ο Χαμπής… Αυτό το Σάββατο ένιωσα περισσότερο γεμάτος κι αισιόδοξος γι’ αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
* Ο Κλήμης Μαστορίδης διδάσκει τυπογραφία στο Τμήμα Σχεδιασμού και Πολυμέσων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας