Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 150 χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Ι. Μυριανθόπουλου (1874-1962), δικηγόρου, λόγιου, γραμματέα και αρχειοφύλακα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου και καθηγητή στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Την επέτειο (γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1874 στον Πρόδρομο της Μαραθάσας) μας την θύμισε ο καλός φίλος Χρυσόστομος (Μάκης) Φουντούλης, Ικαριώτης που ζει στην Αθήνα και αγαπά με πάθος τη γενέτειρά του, την ιστορική έρευνα και την Κύπρο. Ο Φουντούλης έχει ετοιμάσει, ύστερα από πολύχρονη κοπιώδη έρευνα για έκδοση το βιβλίο «Οι Αιγαιομάχοι της Ικαρίας και η αλληλογραφία του Κωνσταντίνου Ι. Μυριανθόπουλου με τον Ίωνα Δραγούμη» (εκδόσεις Χρονικό). Ελπίζουμε τους επόμενους μήνες να παρουσιάσουμε το βιβλίο στη Λευκωσία, στην Αθήνα και στην Ικαρία.
Ο Μυριανθόπουλος μέχρι να εγκατασταθεί οριστικά στη Λευκωσία, το 1915, είχε προλάβει να ζήσει μια εξαιρετικά περιπετειώδη ζωή, με πολλά ταξίδια και ανατροπές, σε μια εποχή που το ελληνικό κράτος ήταν πολύ μικρότερο από ότι σήμερα, αλλά η παρουσία του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν πολύ ευρύτερη και ακμαιότερη. Συγγενής του πατριάρχη Αντιοχείας Σπυρίδωνα (1891-1898), και των αρχιεπισκόπων Κύπρου Κυρίλλου Β΄ (1909-1916) και Μακαρίου Β΄ (1947-1950) έζησε και σπούδασε στη Δαμασκό, στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη, πριν φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (στη Νομική και στη Φιλοσοφική). Στην Αθήνα εντάχθηκε σε διάφορες αλυτρωτικές οργανώσεις και έτσι βρέθηκε στην Ικαρία, πρώτα ως «επισκέπτης γλωσσολόγος» για να μελετήσει την τοπική διάλεκτο και κατόπιν (1909-1911) ως «επόπτης των σχολείων» του νησιού. Στο Πανεπιστήμιο είχε γνωρίσει και είχε συνδεθεί φιλικά με τον γιατρό Ιωάννη Μαλαχία, κατόπιν πολιτικό αρχηγό της Ικαριακής Επανάστασης κι αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος για το ενδιαφέρον του για την «μικράν Κρήτην της Άσπρης Θάλασσας», όπως αποκαλούσε την Ικαρία. Ως «επόπτης των σχολείων», οραματίστηκε και εργάστηκε με μυστικότητα και μεθοδικότητα για τη διάδοση της επαναστατικής ιδέας. Γύρισε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1911, αφού είχε πεθάνει ο πατέρας του, και άνοιξε δικηγορικό γραφείο στη Λεμεσό. Όμως τον Απρίλιο του 1912 τον κάλεσε ο Ίων Δραγούμης, διπλωμάτης τότε στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και έσπευσε ξανά στην Ικαρία. Εκεί, στις 17 Ιουλίου του 1912 ευτύχησε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στη μικρή ομάδα των πρωτεργατών και πρωταγωνιστών της Ικαριακής Επανάστασης, που ύψωσαν τη σημαία της «Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας», λίγους μήνες πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση των νησιών του Β.Α. Αιγαίου από τον ελληνικό στόλο.
Τον Απρίλιο του 1915 ο Μυριανθόπουλος επέστρεψε στην Κύπρο όπου, ανάμεσα στα άλλα, διέσωσε, οργάνωσε και αντέγραψε χιλιάδες έγγραφα στο Αρχείο της Αρχιεπισκοπής, γεγονός για το οποίο η κοινότητα των ιστορικών του νησιού μας τον ευγνωμονεί. Για όσους έχουμε δουλέψει ερευνητικά στο Αρχείο της Αρχιεπισκοπής ο γραφικός χαρακτήρας του Μυριανθόπουλου είναι αδύνατο να λησμονηθεί… Στην Κύπρο ο φλογερός επαναστάτης συνέχισε το εθνικό του έργο, ως δευτεραγωνιστής πλέον, ή ως άμεσος, κοντινός παρατηρητής. Συνέγραψε πολλές μελέτες, με πιο σημαντικό το βιβλίο του για τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο (1934). Ωστόσο, η δράση του στην Ικαρία αποτέλεσε το αποκορύφωμα της δράσης του και σε αυτό αφιέρωσε, από το 1937, ένα ογκώδες έργο, 1300 σελίδων, με τίτλο «Τα Ικαριακά», που φρόντισε να σταλεί σε αρχείο στην Ελλάδα και αναμένει από τότε την έκδοσή του. Όμως για το συγγραφικό έργο και τη ζωή του θα μιλήσουμε ξανά, με το καλό, με την επικείμενη έκδοση των «Αιγαιομάχων» του Μάκη Φουντούλη.
Ο Μυριανθόπουλος με μαθητές σε σχολείο της Ικαρίας το 1911. Το μαύρο περιβραχιόνιο δηλώνει τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του. (Τμήμα φωτογραφίας από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρ. Φουντούλη)

Και εδώ, ο Κ. Ι. Μυριανθόπουλος όπως τον θυμούνται οι παλιοί Λευκωσιάτες και όπως τον αναγνωρίζουν οι σύγχρονοι Κύπριοι ιστορικοί. Με το μεγαλοπρεπές μουστάκι του μπροστά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. (Αρχείο οικογένειας Μυριανθόπουλου, από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρ. Φουντούλη)
