Έφυγε από τη ζωή ο Γιαννάκης Α. Δρουσιώτης (1919-2015)

Χθες το απόγευμα (16 Νοεμβρίου 2015) έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Γιαννάκης Α. Δρουσιώτης. Γιος του γυμνασιάρχη Λεμεσού Αργυρού Δρουσιώτη, εγγονός του μεγάλου δασκάλου Ανδρέα Θεμιστοκλέους, δισεγγονός του Δημητρίου Θεμιστοκλέους, αδελφός του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης Ανδρέα Δρουσιώτη, ο αείμνηστος Γιαννάκης Δρουσιώτης ήταν ένας από τους λίγους Κυπρίους που έζησαν τόσο έντονα τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου στην Ελλάδα, από το 1941 μέχρι το 1948. Για τα επόμενα έξι χρόνια έζησε κρατούμενος, θανατοποινίτης και κατάδικος σε φυλακές και στρατόπεδα μέχρι το 1954 που επέστρεψε στην Κύπρο. Εξαιρετικά σεμνός άνθρωπος, αποτραβήχτηκε στη Λεμεσό, όπου αφιερώθηκε στη γεωπονική.

Τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ακόμη ζούσα στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη μου επίσκεψη στο σπίτι του κράτησε σχεδόν δώδεκα ώρες… Με τιμούσε με τη φιλία του και ποτέ δεν αρνήθηκε την πρόσκληση να έρθει από τη Λεμεσό και να μας μιλήσει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενώ πάντοτε το σπίτι του ήταν ανοικτό σε μένα και στους φοιτητές / φοιτήτριές μου για πολύωρες επισκέψεις και συζητήσεις. Οι συναντήσεις μαζί του ήταν ένα μοναδικό μάθημα ιστορίας για τη δεκαετία του 1940, για όσα συγκλονιστικά έζησε, για τους χαμένους συντρόφους και συντρόφισσες, το μεγαλείο του αγώνα για την ελευθερία, τον ελεύθερο αέρα του αντάρτικου, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια, την οδύνη του Εμφύλιου, τη συντριβή, το κόστος και το τραύμα για έναν «αλύγιστο καθοδηγητή» της επώδυνης «δήλωσης», την αποχώρηση, την αμήχανη σιωπή της «επίσημης ιστοριογραφίας»…

Ο Δήμος Λεμεσού τον τίμησε πριν από μερικά χρόνια, επί Δημαρχίας Ανδρέα Χρίστου, σε μια εκδήλωση που μίλησε ο Τάσος Ανδρέου. Πέρσι εμφανίστηκε και στην εκπομπή του ΡΙΚ «Ταξίδι στον χρόνο», όπου μίλησε για τις εμπειρίες του στη Μακεδονία της δεκαετίας του 1940. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατάφερα ποτέ να τον πείσω να γράψει τις αναμνήσεις του. Σχεδίαζε για χρόνια και είχε αρχίσει να γράφει μια μεγαλόπνοη ιστορική σύνθεση, τον «διάλογο Χίτλερ και Στάλιν». Έμεινε στα χαρτιά. Έγραψε, όμως, δυο διηγήματα το ένα από το αντάρτικο στον Όλυμπο, το 1942-1943, και το άλλο με μνήμες από το Επταπύργιο του 1948. Έχουν δημοσιευθεί στην Επιστημονική Επετηρίδα της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών.

Σαν ένα πρώτο μνημόσυνο, αναδημοσιεύω δυο παλιότερα μου άρθρα στον «Φιλελεύθερο» για τον Γιαννάκη Α. Δρουσιώτη.

Καλό ταξίδι, φίλε. Και είμαι σίγουρος ότι θα γυρνάς κάθε τόσο στην αγαπημένη σου Θεσσαλονίκη αναζητώντας από τις χαραμάδες των κελλιών του Επταπυργίου τους χαμένους “υπέροχους Οκτώβρηδες” της πόλης και της γενιάς σου.

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1948

Εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», 4 Οκτωβρίου 2008

Συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες εξήντα χρόνια από τη δίκη του Λεμεσιανού γεωπόνου Γιαννάκη Δρουσιώτη στη Θεσσαλονίκη (21 με 28 Σεπτ. 1948), αρχηγού της κομμουνιστικής ομάδας «Λαϊκός Εκδικητής». Ο Δρουσιώτης (γενν. 1919), μέλος της ΟΚΝΕ (της νεολαίας του ΚΚΕ), είχε ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση. Με σπουδές στο Βέλγιο, που διέκοψε ο πόλεμος, ήταν ένας από τους πρώτους δύο φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που βγήκαν αντάρτες στον Όλυμπο, τον Δεκέμβριο του 1942 και αργότερα ανέλαβε γραμματέας της ΕΠΟΝ Πιερίας, ως «Νίκος Μαυρίδης». Στην ίδια περιοχή, τον Οκτώβριο 1944, σκοτώθηκε πολεμώντας, στις γραμμές του ΕΛΑΣ, ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ανδρέας. Ήταν γιος του γυμνασιάρχη της Λεμεσού, Αργυρού Δρουσιώτη, εθελοντή των Βαλκανικών πολέμων, και εγγονός του Ανδρέα Θεμιστοκλέους, εμβληματικής φυσιογνωμίας του κυπριακού ενωτικού κινήματος. Μεταπελευθερωτικά, αφού πήρε το πτυχίο της Γεωπονικής, ανέλαβε διάφορα καθήκοντα στις εαμικές οργανώσεις και κατά το 1946-1947 ήταν «υπεύθυνος Διαφώτισης» του Πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους φοιτητές που «καθοδηγούσε» ήταν και ο φοιτητής της Ιατρικής Μανώλης Αναγνωστάκης, τακτικός ενοχλητικός αμφισβητίας της «επίσημης γραμμής».

Ο Δρουσιώτης συνελήφθηκε τον Mάρτιο του 1948. Βασανίστηκε απάνθρωπα στις ανακρίσεις, αλλά κράτησε επίμονα το στόμα του ερμητικά κλειστό. Στη δίκη του, στο ζοφερό εμφυλιοπολεμικό κλίμα της εποχής, προσήλθαν ως μάρτυρες υπεράσπισης δύο Κύπριοι φοιτητές της Γεωπονικής, ο Πολεμής Ακύλας και ο Κυριάκος Μάτσης. Η κατάθεση του δεύτερου, σύμφωνα με τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ως «περιέχουσα αιχμές», προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου του Στρατοδικείου. Το δικαστήριο επέβαλε τη θανατική καταδίκη σε 11 κατηγορούμενους. Με τη βαρύτερη ποινή (τετράκις εις θάνατον) τιμωρήθηκε ο «κοσμοπολίτης νέος, ο αλύγιστος κομμουνιστής, ο Κύπριος επαναστάτης Δρουσιώτης». Μετά από βασανιστική αναμονή πολλών εβδομάδων, ο Δρουσιώτης πήρε χάρη, ως Βρετανός υπήκοος. Μαζί του γλύτωσαν την εκτέλεση και οι συγκατηγορούμενοί του. Ανάμεσά τους και ο δεκαοκτάχρονος, τότε, Πολυχρόνης Μίσσιος.

Ο Κυριάκος Μάτσης ανήκε σε διαφορετικό στρατόπεδο από τον Δρουσιώτη. Ως στέλεχος της «Μορφωτικής Ένωσης Εθνικοφρόνων Φοιτητών» όργωσε τη Μακεδονία στα χρόνια του Εμφυλίου, εμψυχώνοντας κατοίκους και στρατιώτες των ακριτικών περιοχών. Δεν δείλιασε να επισκεφθεί τον Δρουσιώτη στις φυλακές του Επταπυργίου, σημειώνοντας στο Ημερολόγιό του: «Έμαθα πάντα στη ζωή ν’ αγαπώ και να εκτιμώ τους ιδεολόγους αγωνιστές που ξέρουν ν’ αγωνιστούν για ένα ιδανικό, αδιάφορο ποιο είναι αυτό, αρκεί να το πιστεύουν. Ο Γιάννης είναι ένας αληθινός ήρωας.» Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μάτσης σκοτώθηκε ως «αληθινός ήρωας» στο Δίκωμο, πολεμώντας την Βρετανική Αυτοκρατορία. Όμως για τη συγκυρία της συνάντησης Δρουσιώτη – Μάτση, που σηματοδοτεί και το πέρασμα από την Εθνική Αντίσταση στην ΕΟΚΑ, θα συνεχίσουμε την άλλη βδομάδα.

 

Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1948

Εφημ. «Ο Φιλελεύθερος», 4 Οκτωβρίου 2008

Μιλήσαμε, το περασμένο Σάββατο, για τη δίκη στη Θεσσαλονίκη, στην εποχή του ελληνικού Εμφυλίου, του λεμεσιανού γεωπόνου Γιαννάκη Δρουσιώτη, τότε στελέχους του ΚΚΕ στη Μακεδονία, και την αυθόρμητη τολμηρή υπεράσπισή του στο Στρατοδικείο από τον συμπατριώτη του, φοιτητή της Γεωπονικής, Κυριάκο Μάτση. Η αγάπη για τον άνθρωπο, την ελευθερία, την Κύπρο, την Ελλάδα και τη γη τους, ήταν από τα πολλά που συνέδεσαν τους Δρουσιώτη και Μάτση σε μια βαθειά φιλία που κράτησε μέχρι τον ηρωικό θάνατο του δεύτερου στο Δίκωμο, τον Νοέμβριο του 1958. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη που τους ένωσε με κοινά βιώματα και τους αγώνες για το πολιτικό μέλλον της πατρίδας τους, όπως το οραματιζόταν ο καθένας τους, στην φρικτή για την Ελλάδα περίοδο που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Στο διήγημά του «Ήταν μια συνηθισμένη ιστορία», που μας εμπιστεύθηκε εδώ και χρόνια ο Γιαννάκης Α. Δρουσιώτης, και δυστυχώς ακόμη παραμένει ανέκδοτο, περιγράφει ένα περιστατικό από την παραμονή του στις φυλακές του Επταπυργίου, την επαύριον της δίκης του, στις αρχές του Οκτώβρη του 1948. Στις λίγες γραμμές που ακολουθούν μεταφέρεται ο παραλογισμός του Εμφυλίου, όπως τον έζησε ένας Κύπριος θανατοποινίτης.

«Τώρα δικάζεται μια μικρή ομάδα. Είκοσι περίπου νέοι δεκαοκτώ ως εικοσιοκτώ χρόνων, και μια κοπέλα. Η δίκη, που κρατά μια βδομάδα, τελειώνει το βράδυ. Την επομένη, έρχεται στο Επταπύργιο ο γραμματέας του Στρατοδικείου, ένας ανθυπολοχαγός, να τους ανακοινώσει την απόφαση. Από τους είκοσι οι δεκατέσσερις μαζί με την κοπέλα σε θάνατο. Μετά το τυπικό μέρος της ανάγνωσης, πέφτει ο καταπέλτης: «Εις θάνατον παμψηφεί τετράκις, εις θάνατον παμψηφεί δις, εις θάνατον, εις θάνατον, …εις θάνατον.» Τότε, γίνεται κάτι που κανείς δεν περίμενε από άνθρωπο του Στρατοδικείου. Ο ανθυπολοχαγός ξεσπά σε λυγμούς. Με μεγάλη δυσκολία συνεχίζει το διάβασμα. Τ’ αναφιλητά τον πνίγουν. Στέκεται ψηλά σε μια πέτρινη σκάλα και κάτω μαζεμένοι σ’ ένα διάδρομο οι κατάδικοι. Απέναντί του, έξω η θέα όνειρο. Ζωγραφιά η Θεσσαλονίκη, χαίρεται το φθινοπωρινό καλοκαιράκι της. Χαμηλά η θάλασσα, ο όρμος. Παντού η γαλήνη, η χαρά της ζωής. Ο υπέροχος Οκτώβρης της Θεσσαλονίκης. Σχεδόν ταυτόχρονα, ενώ αυτός διαβάζει με δυσκολία ασθμαίνοντας και κλαίοντας με λυγμούς, τα περισσότερα παιδιά, που θα πεθάνουν, έφηβοι περίπου, πνίγονται και εκείνα στ’ αναφιλητά. Τον δικό του συγκλονισμό, τον συνοδεύουν με τα τελευταία δάκρυα της ζωής τους. Ο όμορφος ανθυπολοχαγός, λιγνός νέος με λεπτό μουστάκι, ομορφαίνει ακόμη περισσότερο. Κράτος και επαναστάτες δεν ξεχωρίζουν στη συντριβή τους. Είναι η Ελλάδα που οδύρεται. Πάνω σ’ όλους  τους αλληλοσπαραγμούς. Τους παλιούς. Τους νέους.»

Σχολιάστε..