Οι γυναίκες της Κύπρου δεν απουσίασαν από το παγκόσμιο προσκλητήριο στον αγώνα κατά του φασισμού στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Πλάι στους χιλιάδες άνδρες που έσπευσαν να καταταχθούν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και στην “Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη” ήταν και 800 περίπου γυναίκες, που υπηρέτησαν σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες, στην A.T.S. (Auxiliary Territorial Service) και στη W.A.A.F. (Women’s Auxiliary Air Force). Ανάμεσα στις πιο γνωστές από τις Κύπριες εθελόντριες είναι σήμερα η Στέλλα Π. Κακογιάννη (στον ελληνικό στρατό υπηρέτησε και ο σύζυγός της, γιατρός Δημήτρης Σουλιώτης), η Θράκη Ρωσσίδη – Jones (κόρη του Καρπασίτη πολιτευτή Κυριάκου Π. Ρωσσίδη), και η Νίκη Παπαδοπούλου – Κικκίδη από την Πάφο, φοιτήτρια της Οδοντιατρικής στην Αθήνα, που καταδικάστηκε από τους Ιταλούς σε φυλάκιση 30 χρόνων για κατοχή όπλου, περίθαλψη Άγγλων στρατιωτών και αντιαξονική προπαγάνδα, κλείστηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και μεταφέρθηκε στην Ιταλία, όπου κρατήθηκε για δύο περίπου χρόνια σε διάφορες φυλακές στην περιοχή του Μπάρι.
Μια άλλη Κύπρια που είχε σημαντική αντιστασιακή δράση στην Ελλάδα, αλλά είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό στην Κύπρο, καθώς έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, ήταν η Κυριακή Κραμβή, από την Ακανθού. Η Κραμβή εργαζόταν από τη δεκαετία του 1930 ως μαία στο Σιδηρόκαστρο του Νομού Σερρών και μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, και των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. (Η μεγαλύτερη αδελφή της, Αναστασία Κραμβή, 1908-1998), υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στα βουνά της Αλβανίας και στο νοσοκομείο της Κορυτσάς. Ήταν μια από τις πρώτες Ελληνίδες γυμνάστριες και, για σειρά ετών, Επιθεωρήτρια Σωματικής Αγωγής σε σχολεία της Μακεδονίας, ενώ υπήρξε φανατική ορειβάτρια.) Από τις πρώτες εβδομάδες της γερμανικής κατοχής η Κυριακή Κραμβή άρχισε να επισκέπτεται, μαζί με άλλους Κύπριους της Θεσσαλονίκης, τους χώρους κράτησης αιχμαλώτων ανδρών του βρετανικού στρατού, με σκοπό τον εφοδιασμό των εγκλείστων με τρόφιμα και τσιγάρα, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των Αρχών Κατοχής. Τον Ιούλιο του 1941 πρόσφερε άσυλο σε δύο Κύπριους στρατιώτες του «Κυπριακού Συντάγματος» από την επαρχία Πάφου, ο ένας από οποίους ήταν δραπέτης από στρατόπεδο αιχμαλώτων, προφανώς από τον «Παύλο Μελά». Στο βιβλίο της αναφέρει τα ονόματα των Σάββα Κυριακού από τις Πάνω Αρόδες, 18 χρονών. και Θεόδωρου Πολυκάρπου από τα Κονιά, 22 χρονών. Προσπαθώντας να βοηθήσει τους δύο συμπατριώτες της να διαφύγουν από την Ελλάδα, η Ακανθιώτισσα νοσοκόμα ήλθε σε επαφή με τις πρώτες ομάδες που είχαν δημιουργηθεί αυθόρμητα στη Θεσσαλονίκη για την απόκρυψη και διαφυγή στρατιωτών του συμμαχικού στρατού και τον Αύγουστο του 1941 ανέλαβε να συνοδεύσει στα Νέα Μουδανιά της Χαλκιδικής μια ομάδα 9 ανδρών των δυνάμεων των Συμμάχων που κρύβονταν στη Θεσσαλονίκη (3 Άγγλοι, 2 Νεοζηλανδοί, 2 Κύπριοι και 2 Αιγύπτιοι). Όμως ο αυθορμητισμός των πρώτων Θεσσαλονικέων αντιστασιακών ήταν και η μεγαλύτερή τους αδυναμία, καθώς αποδείχθηκαν ευάλωτοι στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και τους συνεργάτες τους. Την αποστολή της Κραμβή παρακολουθούσαν στενά δύο Έλληνες καταδότες, και η γερμανική Αστυνομία συνέλαβε τελικά την Κύπρια νοσοκόμα στις 14 Αυγούστου 1941 στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Ανθυπομοίραρχο της Ειδικής Ασφάλειας Στάθη Βαμβέτσο και τον ενωμοτάρχη Κωνσταντίνο Κυριακόπουλο, που είχαν οργανώσει ένα αξιόλογο δίκτυο, που εξέδιδε πλαστές ταυτότητες σε άνδρες του βρετανικού στρατού και βοηθούσε στην απόκρυψη και προώθησή τους στη Μέση Ανατολή.
Η Κυριακή Κραμβή, παρά τα βασανιστήρια και τις ναζιστικές αγριότητες, που δοκίμασε στα κρατητήρια της Γκεστάπο και του Επταπυργίου, στις «Νέες Φυλακές» και στην «Κλινική Βαγιανού», κράτησε ερμητικά κλειστό το στόμα της και μάλιστα είχε την τόλμη να καταγγείλει ένα Γερμανό υπαξιωματικό, που αποπειράθηκε να την βιάσει μέσα στο κρατητήριο. Τελικά, το Γερμανικό Στρατοδικείο καταδίκασε την Κραμβή, τον Οκτώβριο του 1941, σε φυλάκιση 13 χρόνων για τις κατηγορίες της παροχής ασύλου, απόκρυψης Βρετανών αιχμαλώτων, δολιοφθοράς στα μετόπισθεν και κατασκοπείας. Για τις ίδιες κατηγορίες, οι υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής Βαμβέτσος και Κυριακόπουλος καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στις 22 Οκτωβρίου 1941. Ήταν οι πρώτοι εκτελεσθέντες άνδρες της Χωροφυλακής στην Ελλάδα, από τους πρώτους Έλληνες που εκτελέστηκαν στη Θεσσαλονίκη, και ίσως οι πρώτοι που εκτελέστηκαν για οργανωμένη πράξη αντίστασης. (Για το δίκτυο Βαμβέτσου – Κυριακόπουλου και την εκτέλεσή τους βλ. Βασίλης Κ. Γούναρης – Πέτρος Παπαπολυβίου, Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη Κυριαρχία – Αντίσταση και επιβίωση, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 188, 192, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.)

Η φωτογραφία της Κυριακής Κραμβή από το βιβλίο της “Πρώτη Αντίσταση”, με λεζάντα, “Από τα χρόνια του Αγώνα”.
Η Κυριακή Κραμβή κλείστηκε στις ναζιστικές φυλακές μέχρι τον Απρίλιο του 1944, όταν λόγω των γενεθλίων του Χίτλερ της δόθηκε χάρη και απολύθηκε. Από το Φεβρουάριο του 1942 μέχρι και την αποφυλάκισή της κρατήθηκε στο Στρατόπεδο του Παύλου Μελά, στη Σταυρούπολη, στη δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Λαγκαδά. Εκεί έκανε έντονη την παρουσία της, αφού ήταν μια από τις παλαιότερες κρατούμενες και εκτελούσε και χρέη νοσοκόμας στο αναρρωτήριο της φυλακής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός συγκρατούμενού της, του Αρχιμανδρίτη, τότε, Διονυσίου Χαραλάμπους, μετέπειτα διευθυντή της Ιερατικής Σχολής στη Λευκωσία, μητροπολίτη Λήμνου και αργότερα Τρίκκης και Σταγών, η Κύπρια αντιστασιακή (γνωστή στη φυλακή ως Κίτσα), είχε αναγνωριστεί ως αρχηγός των γυναικών του Στρατοπέδου «φυσικά και αδιαφιλονίκητα», καθώς δεν φοβήθηκε, πολλές φορές, να αντιμετωπίσει με θάρρος τους Γερμανούς δεσμοφύλακες. Μετά το τέλος του πολέμου κλήθηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου. Ο Γιώργος Καφταντζής, γνωστό στέλεχος του φοιτητικού αντιστασιακού κινήματος της Θεσσαλονίκης και ένας από τους σοβαρότερους μελετητές της περιόδου της γερμανικής Κατοχής στη Μακεδονία, την χαρακτηρίζει ως «τον παρήγορο άγγελο των ασθενών του στρατοπέδου του Παύλου Μελά». Το 1986 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ένα μικρό δακτυλογραφημένο βιβλίο με τίτλο «Η πρώτη αντίσταση. (Καλοκαίρι 1941)», όπου περιγράφει τη μικρή προσωπική της ιστορία και τα γεγονότα της σύλληψης και της δίκης της. Την επισκέφθηκα αρκετές φορές, στις δεκαετίες του 1980 και 1990 στο διαμέρισμα όπου ζούσαν με την αδελφή της Αναστασία και τις αναμνήσεις, τα διπλώματα και τα παράσημά τους, που τους απονεμήθηκαν από διάφορες συμμαχικές κυβερνήσεις. στην οδό Αγγελάκη απέναντι από τα Πανεπιστήμια και την Έκθεση, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. (Για την Κυριακή Κραμβή βλ. Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Χαραλάμπους), Ο πιστός στον πόνο και στο θάνατο. Ιστορίες της Κατοχής, Αθήνα 1960, 4η έκδ., σσ. 61-64, Πέτρος Παπαπολυβίου, «Κύπριοι Αντιστασιακοί στη Μακεδονία 1941-1944. Μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής», στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Μακεδονία και Θράκη, 1941-1944. Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 304-305, Γιώργος Καφταντζής, Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941 – 1944, όπως το έζησε και το περιγράφει στο Ημερολόγιό του ένας όμηρος, ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (αριθμός μητρώου φυλακής 4436), τόμ. Α, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 30.)
