Η εκπλήρωση μιας πολυετούς εκκρεμούς υποχρέωσης: Ο οριστικός ενταφιασμός των λειψάνων του Μητροπολίτη Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά

Αυτές τις ημέρες βρέθηκε στην ιστορική επικαιρότητα μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης κυπριακής εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας, ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς. Ο Νικόδημος (1889-1937) υπήρξε μια μορφή με τεράστιο και πολυσχιδές πνευματικό, ποιμαντικό, εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο. Δυστυχώς για τον Μυλωνά, όπως για πολλούς πρωταγωνιστές της εκκλησιαστικής και πολιτικής σκηνής της Αγγλοκρατίας, δεν υπάρχει μια ανάλογης αξίας επιστημονική μονογραφία. Πληροφορίες για τον Νικόδημο μπορεί να βρει κανείς στα δύο σπουδαία βιβλία του αρχιμανδρίτη Σωφρόνιου Μιχαηλίδη για την ιστορία της κατά Κίτιον Εκκλησίας και το πιο πρόσφατο, για την ιστορία της Μητρόπολης Λεμεσού. Πολύ σημαντικό είναι και το μικρό βιβλίο (2004) του Ρηγίνου Δ. Θεοχάρη, Νικόδημος Ζ. Μυλωνάς, Μητροπολίτης Κιτίου. Αφιέρωμα, με επιλεγμένα κείμενα του Νικοδήμου, θείου του συγγραφέα. Σκόρπιες σημαντικές πληροφορίες συναντά κανείς στη γενική κυπρολογική ιστοριογραφία και στα βιβλία για τα Οκτωβριανά του 1931.

Ο Νικόδημος γεννήθηκε στα κατεχόμενα, σήμερα, από τον τουρκικό στρατό, Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου και κατά κόσμον έφερε το όνομα Νεόφυτος. Ήταν το πρώτο παιδί μιας δεκαμελούς οικογένειας με 5 αγόρια και 3 κορίτσια. Στις σπουδές του βοηθήθηκε από τον Μητροπολίτη Κυρηνείας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ’, με μεγάλη αγάπη για τα γράμματα, ο οποίος ήταν θείος του, ξάδελφος της μητέρας του. Ο Νικόδημος φοίτησε για δύο χρόνια στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού των Ιεροσολύμων, αλλά απολυτήριο πήρε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, το 1910, με άριστα, αφού διέκοψε τις σπουδές του στην ιερή πόλη, λόγω ασθενείας. Το 1911 χειροτονήθηκε διάκονος από το θείο του,  και μετέβη στην Αθήνα, όπου το 1915 πήρε επίσης με άριστα το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιστρέφοντας στην Κύπρο εργάστηκε κοντά στον Κύριλλο, ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Κυρηνείας, το 1916. Τον Μάρτιο του 1917 χειροτονήθηκε χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος, βοηθός επίσκοπος δηλαδή στην Αρχιεπισκοπή, στην περιφέρεια Αμμοχώστου. Μετά την πρόσκληση του Μητροπολίτη Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη στην Αθήνα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο,  ο Νικόδημος εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κιτίου, τον Ιούνιο του 1918. Ο λαός τον εξέλεξε και δύο φορές βουλευτή, στο εκλογικό διαμέρισμα Λευκάρων της επαρχίας Λάρνακας, στις εκλογές του 1925 και του 1930 και αναδείχθηκε ο κορυφαίος πολιτευτής της εποχής του στο Νομοθετικό Συμβούλιο.

Εκτός από πολιτική δράση επέδειξε ενδιαφέρον για την εκπαίδευση, τα κυπριακά γράμματα και την ιστορία του νησιού, εργοδότησε στο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακος τον Ιωάννη Συκουτρή, τον μεγαλύτερο φιλόλογο που εργάστηκε στην νεότερη Κύπρο, ενώ με ρηξικέλευθο, καινοτόμο και επαναστατικό λόγο εξέφρασε, πρώτος και μόνος αυτός, από το 1917, το όραμά του εναντίον του ραγιαδισμού και της εκμετάλλευσης των αγροτών από τη μάστιγα της τοκογλυφίας, την αμάθεια και τις δεισιδαιμονίες αλλά και υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης και της εξύψωσης του διδασκαλικού επαγγέλματος.

Ως βουλευτής είχε καταθέσει συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, επέδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για τα οικονομικά ζητήματα του τόπου, παλεύοντας για τη μείωση της βαριάς φορολογίας που επέβαλλαν οι αποικιακές αρχές και είχε ηγετικό ρόλο με την παραίτησή του από τη βουλή και τις συναρπαστικές του ομιλίες, στη Λάρνακα και στη Λεμεσό, στην έκρηξη της αυθόρμητης οκτωβριανής εξέγερσης του 1931.

Οι βρετανικές αρχές εκδικήθηκαν τον Νικόδημο εξορίζοντάς τον, με τους άλλους εννιά θεωρηθέντες ως πρωταιτίους και μη επιτρέποντάς του να εγκατασταθεί στην Αθήνα ή στην Αίγυπτο, όπως οι υπόλοιποι κληρικοί και η πλειοψηφία των «αστών» πολιτευτών εξορίστων. (Οι δυο κομμουνιστές εξόριστοι του 1931 κατάφεραν να φτάσουν στη Σοβιετική Ένωση.) Έζησε για αρκετούς μήνες μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, όπου ζούσε ο αδελφός του Παναγιώτης Μυλωνάς, και τον Μάρτιο του 1934 έφτασε, μέσω Κωνσταντινούπολης, ατμοπλοϊκώς στα Ιεροσόλυμα, όπου εγκαταστάθηκε στη Μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Εκεί απεβίωσε τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο 1937, μόλις στα 48 του χρόνια. Ήταν ο εξόριστος που έζησε σε συνθήκες μεγαλύτερης απομόνωσης, περνώντας τις περισσότερες ώρες του μελετώντας στη Βιβλιοθήκη της έρημης Θεολογικής Σχολής του Σταυρού, έξω από την Αγία πόλη, όπου είχε φοιτήσει και ο ίδιος για δύο χρόνια, στη δεκαετία του 1900, σε εποχές ακμής του εκκλησιαστικού εκπαιδευτηρίου. Στα Ιεροσόλυμα είχε σπεύσει για τον βοηθήσει η αδελφή του Δέσποινα Ζ. Μυλωνά.

Έχοντας να αντιμετωπίσει οξύ πρόβλημα επιβίωσης, ο Μητροπολίτης Κιτίου αναγκάστηκε να «τείνει τον δίσκον της επαιτείας» προς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Κυπριακή Αδελφότητα της Αιγύπτου, ενώ ήταν υποχρεωμένος, για να μην απελαθεί από την Παλαιστίνη για την Ευρώπη, όπου θεωρούσε αδύνατη τη συντήρησή του, να παραμένει σε αδράνεια και «νομιμόφρονα σιγή». Απεβίωσε πολύ πρόωρα, στα 48 του χρόνια, σαν χτες, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1937. Ο θάνατός του ήταν το άδοξο τέλος ενός κοινωνικού οραματιστή, ριζοσπάστη πολιτευτή, και μιας σημαίνουσας εκκλησιαστικής και πνευματικής μορφής, που ξεπερνούσε κατά πολύ τους συνήθεις κυπριακούς μέσους όρους.

Η κηδεία του Νικοδήμου έγινε στα Ιεροσόλυμα, αφού οι βρετανικές αρχές απαγόρευσαν τη μεταφορά της σορού του στην Κύπρο. Αργότερα, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων φρόντισε για τη μεταφορά των οστών του κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος της Σιών. Από τότε ξεκίνησε μια μεγάλη περιπέτεια που έληξε μόλις την περασμένη Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2025. Μετά την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ και τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις στην Παλαιστίνη, ο ναός της Αγίας Τριάδος βρέθηκε στην εμπόλεμη ζώνη που υπέστη βομβαρδισμούς εκατέρωθεν και σε απροσπέλαστη ναρκοθετημένη περιοχή. Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από το τέλος του Αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενδιαφέρθηκαν για τα οστά του Νικοδήμου ο πρώτος διάδοχός του στη Μητρόπολη Κιτίου, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ και ο Ρηγίνος Δ. Θεοχάρης, υπουργός Οικονομικών της μεταβατικής και του πρώτου υπουργικού συμβουλίου της Δημοκρατίας, ανιψιός του Νικοδήμου εκ μητρός. Στο ενδιαφέρον τους βρήκαν ανταπόκριση από την κυβέρνηση του Ισραήλ και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και μετά από ειδική στρατιωτική επιχείρηση τα οστά εντοπίστηκαν και μεταφέρθηκαν σε ορθόδοξο ναό στη Γιάφφα (Ιόππη) μέχρι την οριστική αποστολή τους στην Κύπρο, όπως γνωστοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1961. Λίγες βδομάδες αργότερα, τα Χριστούγεννα του 1961 ξέσπασε φωτιά στον ναό, που κινδύνευσε να καταστρέψει και τη ξύλινη οστεοθήκη του Νικοδήμου η οποία διασώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρη στην αποφασιστικότητα του Κύπριου επισκόπου Τιβεριάδος Γρηγορίου, που μπήκε στον φλεγόμενο ναό και με κίνδυνο της ζωής του γλύτωσε τη λειψανοθήκη και τα οστά.

Τελικώς, τα οστά μεταφέρθηκαν στην Κύπρο με μεγάλες τιμές στις 4 Φεβρουαρίου 1962. Ύστερα από πολύμηνη συνεννόηση με την πρεσβεία και την κυβέρνηση του Ισραήλ μετέβησαν στην Ιόππη ο υπουργός Οικονομικών Ρηγίνος Θεοχάρης και ο ξάδελφος του Νικοδήμου Λοΐζος Χατζηαναστάσης, μαζί με τον τότε Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο. Τα οστά είχαν τοποθετηθεί σε ειδική ξύλινη οστεοθήκη, καλυμμένη με την ελληνική σημαία και μεταφέρθηκαν στην Κύπρο με στρατιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο του Ισραήλ, με τη συνοδεία ειδικού αγήματος από Ισραηλινούς καταδρομείς. Στο αεροδρόμιο Λευκωσίας υποδέχθηκαν τα οστά του Νικοδήμου πλήθος επισήμων και λαού, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στη συνέχεια σχηματίστηκε αυτοκινητοπομπή που κατέληξε στη Λάρνακα όπου η οστεοθήκη τοποθετήθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της πόλης. Όπως ανέφεραν οι επίσημες εκκλησιαστικές ανακοινώσεις της εποχής, «εις καθορισθησομένην αργότερον ημερομηνίαν θα τελεσθή συνοδική λειτουργία και μνημόσυνον και τα οστά θα μεταφερθώσιν εις ειδικώς ανεγερθησόμενον μαυσωλείον».

Η οριστική τοποθέτηση των οστών του Νικοδήμου καθυστέρησε, ούτε λίγο ούτε πολύ 63 ολόκληρα χρόνια. Το γιατί έγινε αυτό, είναι ανεξήγητο… Μόλις την περασμένη Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2025, σε αρχιερατικό συλλείτουργο προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Γεωργίου και συλλειτουργούντος του Μητροπολίτη Κιτίου Νεκταρίου σε κλίμα συγκίνησης έγινε το μνημόσυνο του Νικοδήμου στον νέο ναό του Αγίου Γεωργίου του Κοντού, στη Λάρνακα. Για την προσφορά του Νικοδήμου στην Κύπρο μίλησε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος. Στο μνημόσυνο παρευρέθηκαν βουλευτές της επαρχίας Αμμοχώστου, μέλη της οικογένειας του Νικοδήμου, και αρκετοί συγχωριανοί του, με το λάβαρο του προσφυγικού σωματείου Λιμνιών «Νικόδημος Μυλωνάς». Μαζί τους, είχα την τύχη να είμαι και εγώ εκεί…

Μετά το μνημόσυνο πορευτήκαμε στο γειτονικό κοιμητήριο Λάρνακος, όπου η οστεοθήκη τοποθετήθηκε σε ένα λιτό ταφικό μνημείο στην κεντρική είσοδο του ιστορικού νεκροταφείου της πόλης, ένα από τα πιο σημαντικά του νησιού μας. Και έτσι έληξε μια εκκρεμότητα που κρατούσε από το 1937… Ας προστεθεί ότι προτομή του Νικοδήμου υψώνεται, από τον Οκτώβριο του 1952, στον περίβολο της Μητρόπολης Κιτίου, στη Λάρνακα. Μια δεύτερη προτομή του, στη γενέτειρά του, Λιμνιά, καταστράφηκε από τους Τούρκους εισβολείς το 1974, ευθύς αμέσως μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού στο χωριό.

Ας είναι αιωνία του η μνήμη

Η λειψανοθήκη με τα οστά του Νικοδήμου με φωτογραφία του, στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου του Κοντού

Ο τάφος όπου επιτέλους αναπαύονται τα οστά του Νικοδήμου, στο κοιμητήριο Λάρνακας

Τα οστά του Νικοδήμου με εμφανή τα ίχνη της πυρκαγιάς του 1961

Σχολιάστε..