Κλείνουν αυτές τις ημέρες 103 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης που σήμανε το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του μακραίωνου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ασίνη ο ογκώδης τόμος των Πρακτικών ενός μεγάλου συνεδρίου που έγινε στη Φλώρινα, τον Μάρτιο του 1923, με τίτλο «Ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης» και οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, την Ελληνική Εταιρία Ιστορικών της Εκπαίδευσης και τον Δήμο Φλώρινας. Ο τόμος, έκτασης 832 σελίδων, κυκλοφόρησε σε επιμέλεια των Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου, Αντρέα Π. Ανδρέου, Κώστα Κασβίκη, Γιάννη Κασκαμανίδη, Παναγιώτη Κιμουρτζή και Γιώργου Κόκκινου και τίτλο Ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ιστορία, Πολιτισμός-Μνήμη, Εκπαίδευση.
Στον τόμο περιλαμβάνεται και το άρθρο μου «Όψεις της εγκατάστασης και αποκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων του 1921-1922 στην Κύπρο» (σσ. 207-219). Ξεκινώντας με μια σύντομη εισαγωγή για τις διαχρονικές σχέσεις Μικράς Ασίας και Κύπρου, παρουσιάζονται τα κυριότερα ρεύματα Μικρασιατών προσφύγων στη μεγαλόνησο, οι αριθμοί και οι περιοχές προέλευσής τους. Όπως είναι γνωστό, οι βρετανικές απαγορεύσεις απέτρεψαν τις μαζικές προσφυγικές εισροές, όμως δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν το παγκύπριο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης σε όσους κατάφεραν να γίνουν δεκτοί και να εγκατασταθούν στην Κύπρο. Στο άρθρο αναδεικνύονται τα προβλήματα των προσφύγων, άμεσα και μακροπρόθεσμα, και καταγράφονται οι κύριοι τομείς όπου η παρουσία τους άσκησε ευεργετική επίδραση στην κυπριακή κοινωνία.
Το άρθρο μπορείτε να το βρείτε στον τόμου των Πρακτικών του συνεδρίου και στη σελίδα μου στο Academia.edu https://www.academia.edu/143712228/Όψεις της εγκατάστασης και αποκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων του 1921-1922 στην Κύπρο
Εδώ, αντιγράφω μέρος του εισαγωγικού υποκεφαλαίου, που αφορά τις σχέσεις της Κύπρου με τη Μικρά Ασία μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
“Για τη μεγαλόνησο της Ανατολικής Μεσογείου η Μικρά Ασία, και ειδικότερα οι νότιες επαρχίες της, η Κιλικία και η Λυκία, αποτελούσαν για αιώνες τη φυσική γεωγραφική της ενδοχώρα, χωρίς να λείπουν οι ιστορικοί δεσμοί και με πιο μακρινές περιοχές: την Ιωνία, την Πισιδία, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη, κ.ο.κ. Οι πανάρχαιες σχέσεις και επαφές Κύπρου – Μικράς Ασίας κορυφώθηκαν στη βυζαντινή εποχή και στην Τουρκοκρατία (1571-1878), σε εποχές δηλαδή ένταξης των δύο γειτονικών περιοχών στην ίδια αυτοκρατορική επικράτεια, και παρότι περιορίστηκαν χρόνο με τον χρόνο μετά την έναρξη της βρετανικής περιόδου (1878), δεν διακόπηκαν εντελώς. Βέβαια, περισσότερες σχέσεις υπήρχαν με τις απέναντι μικρασιατικές πόλεις των κυπριακών ακτών: τα Άδανα, την Αλλαγιά, το Ανεμούριο, την Αττάλεια, τα Κυλίνδρια, τη Μερσίνα και τη Σελεύκεια. Η ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας ή «Καραμανίας» και η μεγαλοπρεπής χιονοσκεπής οροσειρά του Ταύρου, ορατή στους κατοίκους της Κερύνειας και της Καρπασίας, συμπλήρωνε επιβλητικά την απαράμιλλη γραφικότητα του βόρειου νησιωτικού τοπίου, δημιουργώντας και συντηρώντας πλήθος λαϊκών παραδόσεων που συνέδεαν την οροσειρά του Πενταδακτύλου με τη Μικρά Ασία.[1] Η «Καραμανιά», όπως την ήξεραν οι Κύπριοι, πρόσφερε εργασία σε δεκάδες εργάτες αλλά και σε εμπόρους και τεχνίτες από το νησί, κυρίως κτίστες. Και επιπλέον, ήταν η κύρια διέξοδος εποχιακής μετανάστευσης λιμοκτονούντων Κυπρίων στις συχνές περιόδους ανομβρίας, με αποκορύφωμα την τεραστίων διαστάσεων επισιτιστική κρίση του 1870-1872. Παράλληλα, από τη δεκαετία του 1890, σε εποχές έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εκατοντάδες Έλληνες των απέναντι μικρασιατικών παραλίων εύρισκαν προσωρινά καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Το ίδιο συνέβαινε και με τους Αρμενίους, σε μεγαλύτερους αριθμούς και για μονιμότερη εγκατάσταση, για όσους κατάφεραν να διαφύγουν τις μεγάλες σφαγές και τη γενοκτονία (1895-1896, 1909, 1915), πριν μεταναστεύσουν οι πλείστοι σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.[2]
Στον τομέα του εμπορίου, στο λιμάνι της Σμύρνης έφταναν αρκετά κυπριακά γεωργικά προϊόντα και οι τιμές τους καταγράφονταν στα ειδικά δελτία των εφημερίδων της πόλης. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα τα πλοία που ένωναν την Κύπρο με το εξωτερικό περνούσαν από την ιωνική πρωτεύουσα, χωρίς όμως να καθιερωθεί μόνιμα τακτική εβδομαδιαία ατμοπλοϊκή γραμμή, όπως επιτεύχθηκε αργότερα με το δρομολόγιο Λεμεσού – Λάρνακας – Αλεξάνδρειας. Την ίδια περίοδο δραστηριοποιήθηκε στη Σμύρνη ο κυπριακός εμπορικός οίκος «Σεβέρης Βέρας» όπως, πολύ πιο κερδοφόρα, στη Μερσίνα και στην ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας ο μεγαλέμπορος και βιομήχανος Κωνσταντίνος Μαυρομάτης, από τη Σαλαμιού της Πάφου (1831-1903).[3]
Στις εκκλησιαστικές σχέσεις, σημαντική παρουσία στη Μικρά Ασία είχε η Μονή Κύκκου. Μοναχοί της κινούνταν με άνεση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Άγκυρα, την Καισάρεια, το Ικόνιο και την Αττάλεια, διακινώντας καραμανλίδικα βιβλία και επέστρεφαν στην Κύπρο με δωρεές και αφιερώματα για τη Μονή. Στην «Άνω Συνοικία» της Σμύρνης υπήρχε Μετόχι της Μονής Κύκκου, ενώ την Παναγία την Κυκκώτισσα θεωρούσαν προστάτιδα και την τιμούσαν κάθε χρόνο οι «καϊκτσήδες» της πόλης.[4] Παράλληλα, στη Μικρασία έζησαν στον 19ο αιώνα δεκάδες Κύπριοι κληρικοί. Από τους επισκόπους πιο σημαντικός θεωρείται ο αγιοποιηθείς ως νεομάρτυρας μητροπολίτης Νικομηδείας (1791-1821) Αθανάσιος Καρύδης, γόνος μεγάλης οικογένειας της Λάρνακας, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο τον Απρίλιο του 1821 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.[5] Ένας άλλος κληρικός, ο κατοπινός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος (1865-1900), ως διάκονος υπηρέτησε για μια τριετία στην Αττάλεια και ακολούθως για επτά χρόνια (1847-1853) στη Σμύρνη, στο Γραικικόν Νοσοκομείον. Φοίτησε στα σχολεία και των δυο πόλεων, ενώ στην ιωνική πρωτεύουσα δίδαξε και στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή.[6]
Εκτός από τον Σωφρόνιο, στα μεγάλα εκπαιδευτήρια της Ιωνίας και της Κωνσταντινούπολης μορφώθηκαν ή δίδαξαν και πολλοί άλλοι Κύπριοι, κληρικοί και λαϊκοί. Όμως, η σπουδαιότερη κυπριακή μορφή της μικρασιατικής εκπαίδευσης ήταν μια γυναίκα, η Σαπφώ Λεοντιάς (1830-1890), κορυφαία Ελληνίδα παιδαγωγός στην εποχή της και πολυγραφότατη συγγραφέας.[7] Δίδαξε σε διάφορα σχολεία, κυρίως στο Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, στη Σμύρνη, όπου αρθρογραφούσε τακτικά στις εφημερίδες της πόλης, δημοσιεύοντας και ποίηση. Δασκάλα ήταν και η αδελφή της, Αιμιλία Κτενά Λεοντιάς, στην Κωνσταντινούπολη, εκδότρια της πρωτοποριακής γυναικείας επιθεώρησης «Ευρυδίκη» (1870-1873). Τέλος, αξίζει να προστεθεί ότι μέχρι την εισαγωγή του πρώτου τυπογραφείου στην Κύπρο (1878) οι εφημερίδες της Σμύρνης, ειδικά η «Αμάλθεια», είχαν μεγάλη κυκλοφορία στο νησί και σε αυτές απέστελλαν ανταποκρίσεις σημαντικοί Κύπριοι λόγιοι. Στο ίδιο πλαίσιο, τον Μάιο του 1873, στο περιοδικό «Ο Πυθαγόρας» της Σμύρνης, δημοσιεύθηκε ανυπόγραφα το ποίημα «Η Τοκογλυφία. Κατά Κυπριακήν γλώσσαν». Ο ανώνυμος συντάκτης ήταν ο, εντελώς άγνωστος τότε, Βασίλης Μιχαηλίδης, κατόπιν κορυφαίος Κύπριος ποιητής.[8]
[1] Μια ευρύτατα γνωστή παράδοση θέλει τα νερά του Κεφαλόβρυσου της Κυθρέας, της μεγαλύτερης πηγής της Κύπρου, στη νότια πλευρά του Πενταδακτύλου, να προέρχονται από τη Μικρά Ασία και ειδικότερα από την Αττάλεια, όπως «βεβαιώνουν» διάφοροι κυπριακοί θρύλοι και κυπριακά παραμύθια. Βλ. Κληρίδης N. (1954), Θρύλοι και παραδόσεις της Κύπρου, Λευκωσία, 87-88.
[2] Για τη φιλοξενία Μικρασιατών (κυρίως από την Αττάλεια) και Αρμενίων προσφύγων στην Κύπρο το 1896-1897, βλ. Παπαπολυβίου Π. (2001), Φαεινόν σημείον ατυχούς πολέμου: Η συμμετοχή της Κύπρου στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 161-181. Για τους Αρμένιους πρόσφυγες βλ. Κυπριακή Επιτροπή Μνήμης 100ης επετείου Αρμενικής Γενοκτονίας (2016), Η Αρμενική γενοκτονία μέσα από τον κυπριακό Τύπο 1914-1923 με αναφορές και σε προγενέστερες σφαγές / The Armenian Genocide through the Cypriot Press 1914-1923, with Reference to Earlier Massacres (δίγλωσσο), Λευκωσία.
[3] Για τον οίκο «Σεβέρη Βέρα και Σα» βλ. Αμάλθεια, Σμύρνη, 20/9/1875. Για τον Κ. Μαυρομάτη, βλ. Κοκκινόφτας Κ. (2023), «Ο Κύπριος ευεργέτης του Ελληνισμού της Κιλικίας Κωνσταντίνος Μαυρομάτης (1831-1903)», στο Λεμονιάτη Ευθυμία – Ιακωβίδης Κυριάκος (επιμ.), Σαλαμιού. Ιστορία και παράδοση. Πρακτικά Ημερίδας, Λευκωσία, 57-73.
[4] Βλ. τις σχετικές αναφορές, Αμάλθεια, Σμύρνη, 23/11/1861, 18/11/1866 και 21/11/1870.
[5] Κοκκινόφτας Κ. (2021), Κύπρος και 1821, Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 164-196.
[6] Βλ. Παπαδόπουλλος Θ. (1971), «Εθναρχικός ρόλος της ορθοδόξου ιεραρχίας. Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί, τ. ΧΧΧV, 95-141ˑ Γεωργιάδης Κ. Γ. (1996), Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος (1865-1900) και η συμβολή του στην ανάπτυξη σχέσεων προς την Υψηλή Πύλη και τη βρεττανική κυβέρνηση, Θεσσαλονίκη: Θεολογική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διδακτορική διατριβή, 24-26.
[7] Βλ. Κωνσταντοπούλου Α. (2006), Η Σαπφώ Λεοντιάς και η γυναικεία εκπαίδευση στη Σμύρνη τον 19ο αιώνα, Μυτιλήνη: Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, διπλωματική εργασία∙ Ευαγγελίδης Ε. (2022), Σαπφώ Λεοντιάς, Αθήνα: Τσουκάτος.
[8] Ο Πυθαγόρας (1873), Σμύρνη (παράρτημα του περ. Ο Μέντωρ), τ. Θ΄, 66-67.
