Απεβίωσε στις 3 Δεκεμβρίου 2023, ο πρέσβης επί τιμή Χρήστος Γ. Ζαχαράκις (1939-2023). Σύμφωνα με την αναγγελία του θανάτου του από την έγκυρη αθηναϊκή «Καθημερινή», «ήταν γνωστός για τις σκληρές θέσεις του στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό». Υπηρέτησε ως πρέσβης της Ελλάδας στη Λευκωσία (1979-1986), επί προεδρίας Σπύρου Κυπριανού και Γιώργου Βασιλείου. Πέρα από τη διπλωματική του υπηρεσία και τους στενούς δεσμούς του με την Κύπρο, διετέλεσε επί πέντε χρόνια ευρωβουλευτής με τη «Νέα Δημοκρατία» (1999-2004), ενώ ήταν γνωστός για το συλλεκτικό του πάθος, τις πλούσιες γνώσεις του και ένα εξαιρετικό βιβλίο για την έντυπη χαρτογραφία του ελληνικού χώρου (1447-1800).
Τον Ιούνιο του 2008 παρουσιάστηκε στη Λευκωσία το βιβλίο του Χρίστου Γ. Ζαχαράκι «Άκρως απόρρητο ειδικού χειρισμού. Κατάθεση μνήμης και στοχασμών 1979-2004» (Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη). Στην παρουσίασή του βιβλίου μίλησα και εγώ. Από εκείνη τη βιβλιοπαρουσίασή μου, παραθέτω εδώ, αντί μνημοσύνου σε έναν σημαντικό Έλληνα διπλωμάτη μερικά αποσπάσματα.
«Εκείνο που πρέπει να τονίσω είναι το πόσο διαφορετικό είναι το βιβλίο του Χρήστου Ζαχαράκι από την επικρατήσασα πεπατημένη των αναμνήσεων των δημοσίων ανδρών που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια. Όπως λέει ο συγγραφέας «απέφυγα κατά το δυνατόν τη στεγνή και πιθανότατα ανιαρή απογραφή γεγονότων και συμβάντων». Και εξηγεί: «Ανέτρεξα, αντίθετα, στον καθημερινό «ανθρώπινο» συγχρωτισμό μου με τους πρωταγωνιστές αλλά και τους κομπάρσους των διπλωματικών διεργασιών και εξελίξεων στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, προβάλλοντας, έξω από σκοπιμότητες και δημοσχεσιακές παραμέτρους τον πραγματικό χαρακτήρα τους, τις εσώτερες διαθέσεις και προθέσεις τους, τις αντιστάσεις και τις αντοχές τους, τα προτερήματα και τις μειονεξίες τους, τα συμπλέγματα και τις φιλοδοξίες τους.» Ο Ζαχαράκις αποφεύγει το εγώ, επιμένοντας να περιγράφει το κλίμα, τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές. Ο ίδιος ονομάζει το έργο του Μικροϊστορία, εάν υπολογίσουμε όμως πόσο θα καθυστερήσουν να ανοίξουν τα ελληνικά διπλωματικά αρχεία στην Κύπρο και στην Ελλάδα για το 1980 για την ιστορική έρευνα, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το βιβλίο του αποτελεί και μια πρώτης τάξης ιστορική πηγή.
Ίσως με ορισμένα γεγονότα που αποκαλύπτει ο συγγραφέας, όπως το αναγνωρίζει εξάλλου, να παραβιάζει τους κανόνες της «πολιτικής ορθότητας» που έχει επικρατήσει, την οποία ο ίδιος ερμηνεύει ως μια κοινωνική σκέψη και συμπεριφορά που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια λαϊκότερη και άρα πιο αμερικάνικη και πιο διαδεδομένη παραλλαγή της βικτωριανής υποκρισίας. Κάποιοι, ιδιαίτερα εδώ, στον κυπριακό μικρόκοσμο, μπορεί να σοκαριστούν από όσα γράφει ή αποκαλύπτει ο συγγραφέας, σε μια εποχή που έχει επικρατήσει η έλλειψη κριτικής αναδρομής στο παρελθόν, και ο κορεσμός από «την άμεση ή και προκατασκευασμένη πληροφόρηση που διοχετεύουν τα ταχυφαγεία των έντυπων και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ», κατά την έκφραση του Ζαχαράκι. Ανάλογη αντιμετώπιση ζητά ο συγγραφέας από τον αναγνώστη: Όπως γράφει, από τη γνήσια διάθεση του αναγνώστη εξαρτάται αν θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την όποια πραγματική ή συμβολική αξία των «στοχασμών του» σε συνάρτηση όμως πάντα, και εδώ υπογραμμίζω, «με την ανάλογη ετοιμότητά του να σταθμίσει ανεπηρέαστα τα συστατικά στοιχεία – αιτίες, αίτιους, κίνητρα και αποτελέσματα – των ιστορικών εξελίξεων κατά την υπό εξέταση περίοδο».
Με βάση ένα εκτενέστατο προσωπικό ημερολόγιο, πέντε περίπου χιλιάδων σελίδων, ο συγγραφέας επέλεξε τη διάρθρωση του βιβλίου σε πενήντα «Ιστορίες», με εύστοχους και ευρηματικούς τίτλους, που καλύπτουν την περίοδο των τελευταίων είκοσι χρόνων της διπλωματικής του δραστηριότητας από το 1979 μέχρι την έξοδό του από το διπλωματικό σώμα, το 1999, όταν εκλέχθηκε ευρωβουλευτής. Την πενταετή εμπειρία του στο Ευρωκοινοβούλιο την παρουσιάζει στα σύντομα Επιλεγόμενά του. 32 «Ιστορίες», περισσότερες από τις μισές, είναι αφιερωμένες στις «κυπριακές του ημέρες» και καλύπτουν το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το Εθνικό θέμα. Λευκωσία 1979-1986». Ακολουθούν οι «Ιστορίες» για τη θητεία του στο ΝΑΤΟ, στην Ουάσιγκτον, στη γενική γραμματεία του ΥΠΕΞ και στον ΟΗΕ.
Ο Χρήστος Ζαχαράκις διορίστηκε Πρέσβης στη Λευκωσία πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια, τον Αύγουστο του 1979. Ήταν ένας τιμητικός διορισμός που ενθουσίασε τον συγγραφέα, για να εισπράξει αμέσως τη σκωπτικότητα του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, που δεν κατανοούσε το λόγο του ενθουσιασμού του, συμπληρώνοντας ότι τον έστελλε για «να βάλει μυαλό στους Κυπρίους». Ερχόταν να αντικαταστήσει τον πρέσβυ Μιχάλη Δούντα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί, ως σύμβουλος στην Πρεσβεία της Λευκωσίας από τον Ιανουάριο του 1975 μέχρι τον Απρίλιο του 1978. Το πόσο δύσκολη ήταν η θέση του Πρέσβη της Ελλάδας στην Κύπρο την επαύριον του 1974 είναι γνωστό, αξίζει όμως να διαβάσουμε πώς περιγράφει ο ίδιος την ατμόσφαιρα που συνάντησε:
«Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνειδησιακής κρίσεως και αβεβαιότητας, η υπνωτισμένη και αμήχανη ελληνοκυπριακή μάζα ζούσε τα πρώτα χρόνια της συμφοράς της, καθοδηγούμενη από μια πολιτική, οικονομική και πνευματική ηγεσία η οποία, χωρίς τακτικούς και στρατηγικούς στόχους, σε αντίθεση με τον αντίπαλο, παράπαιε, μέρα με τη μέρα, μεταξύ των λεκτικών πομφόλυγων για μακροχρόνιο αγώνα και των κασσανδρικών προτροπών για επίσπευση συναλλαγής. Μεταξύ του ανυποχώρητου όρκου «Δεν Ξεχνώ» πάνω στον αιματοβαμμένο χάρτη της Κύπρου και της αγωνιώδους επισημάνσεως «ο χρόνος τρέχει εναντίον μας». Μεταξύ της συστηματικής καλλιέργειας ελπίδων ανακτήσεως των χαμένων βωμών και εστιών και της ενισχύσεως του φόβου απωλείας και όσων – πολλών – απέφερε στους πρόσφυγες η «προσωρινή» δήθεν «αποκατάστασή» τους. Τέλος, και αυτό ήταν ίσως από τα χειρότερα, μεταξύ μιας διακηρυγμένης προσηλώσεως στην Ελλάδα – «κύριο στήριγμα του αγώνα μας» – και μιας έντεχνης ανοχής, αν μη και ενθαρρύνσεως, της «κυπριακής συνειδήσεως» και των «κυπροκεντρικών» τάσεων αφελών, συμπλεγματικών και πρακτόρων, που συστηματικά και υποχθόνια, δίδασκαν και προωθούσαν την απάρνηση της ελληνικότητας των Ελληνοκυπρίων σαν πανάκεια των δεινών της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό, και παρά τις αντίθετες συνθηματολογικές διαβεβαιώσεις, σημειώθηκε η βαθμιαία εγκατάλειψη των θεμελιωδών στόχων που, θεωρητικά τουλάχιστον, είχαν ανέκαθεν, αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής – ελλαδικής και ελληνοκυπριακής πολιτικής στο Κυπριακό. Αναπόφευκτο αποκορύφωμα της σταθερής αυτής διολισθήσεως των ελληνοκυπριακών θέσεων, χωρίς οποιαδήποτε αντίδραση της Αθήνας, για να μην πω με την πλήρη κατανόησή της, υπήρξαν οι λεγόμενες τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές της συμφωνίας Μακαρίου – Ντενκτάς του 1977, με τις οποίες παραμερίστηκε μονομερώς και χωρίς αντάλλαγμα η αρχή του ενιαίου κράτους και αναγνωρίστηκε η ομοσπονδοποίηση της Κυπριακής Πολιτείας.»
Οι περιγραφές των πρωταγωνιστών της κυπριακής πολιτικής σκηνής, μαζί με διάφορα παραλειπόμενα μιας πλούσιας διπλωματικής δραστηριότητας, αποτελούν το αλάτι του βιβλίου. Από τα πιο πικρά κομμάτια, είναι όσα αποκαλύπτονται για τις σχέσεις του «Εθνικού Κέντρου» με την ημικατεχόμενη Λευκωσία. Γεγονότα, παραλείψεις και αδιαφορία που εξοργίζουν τον συγγραφέα, όπως δείχνουν και οι εύγλωττοι τίτλοι των σχετικών «Ιστοριών»: «Αλλεργική αδιαφορία», «Προφάσεις εν αμαρτίαις» και «Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε». Σημειώνω τις άγνωστες λεπτομέρειες από δύο ιστορικές επισκέψεις στην Κύπρο, του Υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (καλοκαίρι 1980) και του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου (Φεβρουάριος 1982), αλλά και από την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, τον Νοέμβριο του 1983 και την οργάνωση της «Πανεθνικής». Αντίστοιχο βάρος της αφήγησης πέφτει στις επισκέψεις του προέδρου Σπύρου Κυπριανού στην Αθήνα και τις συναντήσεις του με τους πρωθυπουργούς Κωνσταντίνο Καραμανλή, Γεώργιο Ράλλη και Ανδρέα Παπανδρέου, που διανθίζονται πάντα με απρόβλεπτα επεισόδια και μια υφέρπουσα εκατέρωθεν καχυποψία. Τα μεγαλύτερα προβλήματα, απίστευτης έντασης για τον αδαή αναγνώστη, και παρά τις κλασικές εκρήξεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή συλλήβδην κατά των Κυπρίων, παρουσιάστηκαν επί κυβέρνησης Παπανδρέου. Όσο για τις συνομιλίες ή τους προβληματισμούς για τις προοπτικές λύσης του Κυπριακού, σημειώνω τους φόβους του συγγραφέα από το 1980 για την «εξελικτική ομοσπονδία» αλλά και όσα γράφει για το συχνά παρατηρούμενο στους νεοφώτιστους, ιδίως, πολιτικούς – διπλωμάτες «σύνδρομο Κίσινγκερ», με την εκδήλωση κατανοητής μέχρις ενός σημείου, αλλά πληθωρικής και «υπεραισιόδοξης» φιλοδοξίας και σπουδής για την επίλυση δυσχερών διεθνών προβλημάτων. Ως προς τη στάση του «ξένου παράγοντα» προς την ελληνική πλευρά εκδηλωνόταν κυρίως με τον τρόπο που την διατύπωσε ο Ούγκο Γκόμπι, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για το Κυπριακό στον Χρήστο Ζαχαράκι, τον Δεκέμβριο του 1980: «Όταν ζητάς κάποιον σε γάμο και αυτός αρνείται πρέπει να προσφέρεις περισσότερα!» Για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Κύπρο και την αμυντική θωράκιση, ας μείνουμε στον τίτλο της 7ης Ιστορίας: «Το διάτρητο μέτωπο».
Ο αναγνώστης πιθανόν να διαφωνήσει με κάποιους ή αρκετούς από τους «στοχασμούς» του Χρήστου Ζαχαράκι ή από τις κρίσεις του για πρόσωπα ή για τις πολιτικές στο Κυπριακό. Όμως, τελειώνοντας το διάβασμα του βιβλίου, ο βαθύς, διεισδυτικός λόγος και το βλέμμα του στα γεγονότα και την κυπριακή ιστορία θα του έχει προκαλέσει ένα γόνιμο προβληματισμό. Αξίζει να τονιστεί και η χαρισματική γραφή του συγγραφέα, που καταφέρνει τελικά το έργο του να απευθύνεται όχι μόνο στους ειδικούς, αλλά γενικά στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες που αγαπούν το διάβασμα και την Ιστορία. Μακάρι το βιβλίο αυτό να διαβαστεί από πολλούς και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά κυρίως να διαβαστεί σωστά από αυτούς που «αποφασίζουν» αλλά και από αυτούς που «συμπαρατάσσονται», για να θυμηθούμε και ένα ωραίο σύνθημα στα λόγια και στα αυτιά της δεκαετίας του 1980.»
Ας είναι αιωνία του η μνήμη

30 Αυγούστου 1994. Επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Κάρολου Παπούλια στα Φυλακισμένα Μνήματα, στη Λευκωσία. Ο πρέσβης Χρίστος Ζαχαράκις πρώτος στα αριστερά.