Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του Ρίτσαρντ Λ. Τζάκσον (επιμέλεια, μετάφρ. Γιώργος Καράμπελας), Μακριά κι αγαπημένοι. 80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα, 1940-2020. Με τα λόγια των ίδιων των Αμερικανών διπλωματών, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2023. Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και το Κυπριακό την τελευταία 80ετία. Ουσιαστικά ο επιμελητής του βιβλίου, ο οποίος υπηρέτησε ως Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ το 1972-1975 στη Θεσσαλονίκη και το 1975-1977 ως εμπορικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα και μετά τη συνταξιοδότησή του διετέλεσε πρόεδρος του Κολεγίου Ανατόλια της Θεσσαλονίκης (1990-2009) και κατόπιν του Κολεγίου Αθηνών (2017-2020) παρουσιάζει σημαντικά αποσπάσματα ή περιλήψεις προφορικών μαρτυριών Αμερικανών διπλωματών που υπηρέτησαν στην Ελλάδα ή / και την Κύπρο και είχαν ληφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος προφορικής ιστορίας για αφυπηρετήσαντες Αμερικανούς διπλωμάτες. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται 63 μαρτυρίες Αμερικανών διπλωματών (ορισμένες δημοσιεύονται αποσπασματικά σε διαφορετικά κεφάλαια του βιβλίου, ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας του πληροφορητή) σε έξι μέρη / ενότητες: «Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός Εμφύλιος και η ανοικοδόμηση», «Επιστροφή στην “κανονικότητα”», «Η χούντα», «Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία», «17 Νοέμβρη και τρομοκρατία», «Ο 21ος αιώνας και τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση». Οι μαρτυρίες καλύπτουν το διάστημα 1940 – 2022, με τελευταίο κεφάλαιο τις εμπειρίες του πρέσβη Τζέφρι Πάιατ από την Αθήνα (2016-2022). Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου αφορά, βέβαια, τις δεκαετίες 1960 και 1970. Σημειώνεται ότι οι πλήρεις αφηγήσεις των διπλωματών, όπως και εκατοντάδων άλλων συναδέλφων τους, είναι προσβάσιμες στο διαδίκτυο, στο adst.org/oral-history-interviews/
Όπως σε κάθε ανάλογο βιβλίο, το περιεχόμενο είναι άνισο: υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προσωπικές καταθέσεις και ορισμένες εντελώς άοσμες ή πλήρως αντιφατικές με άλλες του ιδίου τόμου. Ο επιμελητής είναι προφανές ότι παρενέβη καθοριστικά στην επιλογή των κειμένων ώστε να παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό ένα βιβλίο που να διαβάζεται ευχάριστα αλλά να έχει και ενδιαφέρον περιεχόμενο. Υπάρχουν μαρτυρίες επτά πρέσβεων στην Αθήνα (Πάιατ, Ρις, Κήλυ, Νάιλς, Στερνς, ΜακΚλόσκι, Κιούμπις) και ενός στη Λευκωσία (Κρώφορντ), από το 1974 ως τις μέρες μας, υφυπουργών και ανώτερων αξιωματούχων, ανθρώπων που υπηρέτησαν σε διαφορετικά πόστα και σε διαφορετικές εποχές. Προφανώς λείπουν ορισμένες μαρτυρίες διπλωματών με κρίσιμο ρόλο (λόγω θανάτου ή επειδή υπηρετούν ακόμη) αλλά αυτό δεν επηρεάζει τη γενική εικόνα: διαβάζουμε τις εντυπώσεις και μαρτυρίες για την Ελλάδα και λιγότερο για την Κύπρο, σχόλια για τη δημιουργία του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα (πολλοί πληροφορητές τον θεωρούν απολύτως δικαιολογημένο εξαιτίας της φιλικής στάσης των ΗΠΑ προς τη Χούντα) και τις μεγάλες αντιαμερικανικές διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης, πληροφορίες για τη δράση της CIA στη χώρα (ειδικά μέσα στο Παλάτι, με βασικό ρόλο ενός Αμερικανού λοχία που μάθαινε καράτε στον βασιλιά Κωνσταντίνο…, αλλά και τις στενές πολύχρονες σχέσεις, από το τέλος του Εμφυλίου, με τους κατοπινούς αστέρες της δικτατορίας), τον τεράστιο αντίκτυπο της δολοφονίας του Ρίτσαρντ Γουέλς (1975) από τη «17 Νοέμβρη» κ.ο.κ. Όπως σημειώνει και ο επιμελητής υπάρχουν προφανή ιστορικά λάθη στις μαρτυρίες, για πρόσωπα ή ιστορικά γεγονότα, δείγμα και του πόσο ενδιέφερε ή επηρέασε, τελικώς, η Ελλάδα τον κάθε διπλωμάτη. Εξαιρετικά χρήσιμες, πέρα από τα πολύ σημαντικά γεγονότα, όπως το παρασκήνιο της τουρκικής εισβολής, είναι οι αφηγήσεις όσων διπλωματών υπηρέτησαν από νεαρή ηλικία στην Ελλάδα, έκαναν φιλίες, είχαν μάθει ελληνικά και οι γενικές διαπιστώσεις τους, για την ελληνική πολιτική και τους Έλληνες πολιτικούς (ή στρατιωτικούς) ή τις συνήθειες και τα ήθη των Ελλήνων είναι, συνήθως, εξόχως ενδιαφέρουσες. Όπως και οι κωμικές μικροϊστορίες που μεταφέρουν, με αποκορύφωμα έναν γερουσιαστή από τη Βιρτζίνια (σελ. 159) ο οποίος στην πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα, μόλις αντίκρυσε την Ακρόπολη ρώτησε «Τι είναι αυτές οι πέτρες εκεί πάνω»; για να συνεχίσει: «Οι περισσότεροι εδώ, τι είναι, μουσουλμάνοι»; …
Για το Κυπριακό αρκετοί διπλωμάτες και μάλιστα οι πιο ειδικοί για το θέμα ασκούν οξύτατη κριτική στον Κίσινγκερ για την αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης, την αδιαφορία του, την αλαζονία του, ή την ιδεοληπτική του στάση στις πληροφορίες και το φάσμα του επικείμενου πραξικοπήματος στην Κύπρο ή της επερχόμενης τουρκικής εισβολής. Ειδικά για την αμερικανική αβελτηρία (και του τότε πρέσβη στην Αθήνα Χένρι Τάσκα) να ξεκαθαρίσουν στον Ιωαννίδη ότι ήταν αντίθετοι με το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Παράλληλα, υπάρχουν μεμονωμένες ενδιαφέρουσες κρίσεις για τον Μακάριο, τον Γλαύκο Κληρίδη, τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, τον Γ. Γρίβα, τον Νίκο Σαμψών, τη βρετανική στάση και την αμερικανική πολιτική μετά το 1974.
Μεταφέρω δύο μικρά αποσπάσματα από τις αφηγήσεις δύο μελών της κατ’ επίφαση πυροσβεστικής αμερικανικής αποστολής υπό τον υφυπουργό Τζόζεφ Σίσκο, στην Αθήνα και στην Άγκυρα, στις 18-20 Ιουλίου. Όπως υπογραμμίζεται από τον Τόμας Μπόιγιατ, το ότι ο Κίσινγκερ απέφυγε να ταξιδέψει ο ίδιος στην περιοχή ήταν επιβεβαίωση «πως ο Υπουργός ήξερε ότι δεν υπάρχει ελπίδα και απλώς δεν ήθελε να έχει την ήττα στα δικά του χέρια»…
Απόσπασμα από την αφήγηση του Τόμας Μπόιγιατ (σσ. 211-212):
Πρώτα πήγαμε στην Αθήνα, στις 18 Ιουλίου, όπου ένας κάτωχρος πρέσβης (Τάσκα) μάς υποδέχθηκε και είπε: «Κανονίσαμε να δείτε τον Υπουργό Εξωτερικών». Ο Σίσκο απάντησε: «Δεν θα δω κανέναν Υπουργό Εξωτερικών. Αν δεν δω τον στρατηγό [sic] Ιωαννίδη, έφυγα». Μας πήρε ένα πρωί για να το οργανώσουμε, τελικά όμως είδαμε τον στρατηγό [sic] Ιωαννίδη, και ο Τζο Σίσκο μπήκε μέσα και είπε: Αν δεν κάνεις κάτι, θα γίνει πόλεμος και θα τον χάσετε. Δώσε μου τώρα κάποια ψήγματα συμβιβασμού για να πάω στην Άγκυρα και να δουλέψουμε μ’ αυτά». Τότε ο στρατηγός [sic] Ιωαννίδης έβγαλε ένα φορτισμένο, αλλόκοτο σουρεαλιστικό λογύδριο για τη βυζαντινή ιστορία, την πάλη κατά των Οθωμανών και την Κωνσταντινούπολη, έτσι τη λένε, όχι Ιστανμπούλ. Ήταν φανερό πως την είχαμε πατήσει, ο τύπος ήταν στον κόσμο του, και ήταν αυτός που είχε όλη την εξουσία. Δεν μας έδωσε, φυσικά, τίποτα.
Απόσπασμα από την αφήγηση του Ρόμπερτ Σ. Ντίλον (σσ. 183-184):
Θυμάμαι πολύ καλά τη νύχτα που περάσαμε με τον Ετσεβίτ. Ήμουν ο μόνος από την αμερικανική αντιπροσωπεία που τον γνώριζε. Ήξερα τι θα έκανε: τη λάτρευε την ευκαιρία που του είχε δοθεί. Δεκάρα δεν έδινε για τη θέση των ΗΠΑ – θα έκανε εισβολή στην Κύπρο.
Πρέσβης [των ΗΠΑ στην Άγκυρα] ήταν ο Μπιλ Μακόμπερ. Εκείνος, ο Σίσκο, ο Μπόιγιατ, εγώ και κάνα δυο άλλοι συναντηθήκαμε με τον Ετσεβίτ. Ήταν μετά τα μεσάνυχτα. Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν ήδη αποβιβαστεί. Ο Ετσεβίτ, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, είπε στον Σίσκο πως οι Τούρκοι δεν κάνουν το ίδιο λάθος δυο φορές. Το 1967 (η Αποστολή Βανς), οι Αμερικανοί είχαν πιέσει τους Τούρκους να μην εισβάλουν στην Κύπρο και εκείνοι είχαν υποκύψει. Ήταν λάθος, οι Τούρκοι δεν θα το ξανάκαναν. Ο Μπιλ Μακόμπερ έβγαλε ένα φλογερό λογύδριο, είπε πως ο Ετσεβίτ ήταν γνωστός για τα ανθρωπιστικά του αισθήματα και διάφορα άλλα. Περίπου στις 2 το ξημέρωμα, ο Ετσεβίτ είπε πως θα μιλούσε με το υπουργικό του συμβούλιο, παρότι δεν ήθελε να μας δώσει πολλές ελπίδες, και θα μας έλεγε μετά.
Γυρίσαμε στο σπίτι του πρέσβη και περιμέναμε εκεί μέχρι τις 4 περίπου. Τότε τηλεφώνησε ο Ετσεβίτ. Μας είπε πως αυτή τη στιγμή που μιλούσε, τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Κύπρο. Τον παρακαλέσαμε ξανά, αν και προφανώς δεν είχε νόημα πια. … [Στη συνέχεια η αποστολή έφτασε στην Αθήνα, παρότι οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει την απογείωση του αμερικανικού αεροπλάνου από την Άγκυρα] … όταν φτάσαμε στην Αθήνα διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες δεν είχαν πια κυβέρνηση. Ήταν επομένως πολύ δύσκολο να βρούμε κάποιον να μιλήσουμε…
Στη φωτογραφία του εξώφυλλου του βιβλίου, η Τζάκυ Κέννεντι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αθήνα Ιούνιος 1961
