Την περασμένη βδομάδα θυμηθήκαμε την εξηκοστή επέτειο της ίδρυσης της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου. Σήμερα θα μιλήσουμε για τον αρχιτέκτονα του κτιριακού συγκροτήματος της πρώην Ακαδημίας, που στεγάζει πια αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία και εργαστήρια του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο Ώστεν Σαιντ Μπαρμπ Χάρισον (1891-1976) γεννήθηκε στο Κεντ. Από την οικογένειά του καταγόταν και η συγγραφέας Τζέιν Ώστεν (1775-1817), στην οποία οφείλει και το όνομά του. Ο αρχικός επαγγελματικός του προσανατολισμός ήταν ο στρατός· φοίτησε μάλιστα στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολέγιο Σάντχορστ. Εγκατέλειψε όμως τη στολή του αξιωματικού εξαιτίας όσων φρικτών βίωσε στη Φλάνδρα, στον Μεγάλο πόλεμο.
Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μόντρεαλ και στο Λονδίνο, και από το 1919 η ζωή του μοιράστηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την καθ’ ημάς Ανατολή. Το 1919-1921 δούλεψε στην Υπηρεσία Εποικισμού στην Ανατολική Μακεδονία, στη διαμόρφωση των πολεοδομικών σχεδίων της Νιγρίτας κ.α.. Από το 1922 μέχρι το 1937 εργάστηκε στο Τμήμα Δημοσίων Έργων της υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνης. Είναι ο αρχιτέκτονας εμβληματικών κτιρίων στο Ισραήλ και στην Ιορδανία, με πιο γνωστά το Αρχαιολογικό Μουσείο Παλαιστίνης (Μουσείο Ροκφέλερ) στα Ιεροσόλυμα, την κατοικία του Διοικητή στα Ιεροσόλυμα και στο Αμμάν, κ.ά. Στην Παλαιστίνη ο Χάρισον γνώρισε προσωπικότητες όπως τον Άλμπερτ Άινσταϊν ή τον Ρόναλντ Στορρς, ο οποίος αργότερα, ως Κυβερνήτης της Κύπρου, του ζήτησε να σχεδιάσει το κτίριο του νέου Κυβερνείου στη Λευκωσία, στη θέση του πυρποληθέντος από τους εξεγερμένους Έλληνες Κυπρίους, τον Οκτώβριο του 1931. Όμως τα σχέδια του Χάρισον θεωρήθηκαν υπερβολικά δαπανηρά από τον αντικαταστάτη του Στορρς (Ρ. Σταμπς) και απορρίφθηκαν. Πέρα από τα κτίρια που σχεδίασε, που καθόρισαν τη νεότερη ιστορία της αποικιακής αρχιτεκτονικής και της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, υπήρξε φανατικός πεζοπόρος, με μεγαλύτερο ρεκόρ, την οδοιπορία από το Αμμάν στο Κάιρο.
Μουσείο Ροκφέλερ, Ιεροσόλυμα
Το 1937 ο Χάρισον εγκατέλειψε την Παλαιστίνη, λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης και εγκαταστάθηκε πρώτα στο Κάιρο και κατόπιν στην Κύπρο. Στο νησί μας επέλεξε να εγκατασταθεί στη Λάπηθο, όπου αγόρασε ένα σπίτι που μετέτρεψε σε ένα από τα «ομορφότερα σπίτια της Μεσογείου». Εκεί, «στα περίχωρα της Κερύνειας», φιλοξένησε πολιτικούς, διπλωμάτες, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Ανάμεσά τους ο υπουργός Αποικιών Λένοξ Μπόιντ, όταν ήρθε για τις τελικές συνομιλίες με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Φεβρουάριο του 1956, και για μεγάλα διαστήματα ο «κυνικός και “φιλέλλην”» Λόρενς Ντάρελ. Όταν ο Ντάρελ εξέδωσε τα «Πικρολέμονά» του, το 1957, τα αφιέρωσε «στον Ώστεν Χάρρισον, της Λαπήθου (Κύπρου)». Ο Ντάρελ περιγράφει και το λαπηθιώτικο σπίτι του Χάρισον (μετάφραση Αιμίλιος Χουρμούζιος): «Είχε αγοράσει μια παλιά κυπριώτικη κρασο-αποθήκη, ή στάβλο ίσως, και τη μετασκεύασε με τρυφερότητα και διακριτικότητα που έκανε την όλη σύνθεση να τραγουδάει – το μακρύ αψιδωτό δωμάτιο γεμάτο ράφια με βιβλία, κι από τις εσοχές του οποίου έλαμπαν εικόνες, η ισκιωμένη βεράντα με τις μυτερές αψίδες, το καλοκαιρινό περίπτερο, η λίμνη με τα νούφαρα. Όλα αυτά ήσαν μια εικονογραφία φιλοσοφικών αρχών – μια εικονογραφία για το πώς η καλή ζωή θα μπορούσε και θα έπρεπε να βιώνεται.»
Πάντως, και παρότι το σπίτι του Χάρισον, στην οδό Φιλελλήνων, στο κέντρο της κωμόπολης, ήταν παγκοσμίως γνωστό, για τους περισσότερους Λαπηθιώτες και δη την πιτσιρικαρία, στην οποία ανήκε και ο γράφων, στη δεκαετία του 1960, παρέμεινε απρόσιτο, κλειστό και μυστηριώδες.
Ο πύργος του Nuffield College, Οξφόρδη
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Χάρισον σχεδίασε το Nuffield College, στην Οξφόρδη, και το κτίριο του Πανεπιστημίου της Γκάνας, ενώ έκανε την πολεοδομική μελέτη για την ανοικοδόμηση της Βαλέτας. Στη δεκαετία του 1950 σχεδίασε το Διδασκαλικό Κολέγιο της Λευκωσίας, το οποίο μελετητές (με κυριότερο τον Μάικλ Γκίβεν) έχουν χαρακτηρίσει ως την κατεξοχήν αρχιτεκτονική παρέμβαση της βρετανικής αποικιοκρατίας στην προσπάθειά της για «κυπριοποίηση» της εκπαίδευσης, και ως απάντηση στους νεοκλασικούς κίονες και τα προπύλαια των ελληνικών εκπαιδευτηρίων του νησιού. Ο Χάρισον εγκατέλειψε την Κύπρο το 1956, ένα χρόνο μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και αργότερα πούλησε (σε Άγγλο) το σπίτι στη Λάπηθο. Ακολούθησε τον θετό του γιο, σπουδαίο Αιγυπτιώτη φωτογράφο, Δημήτρη Παπαδήμο (1918-1994) στην Αθήνα. Έζησε με την οικογένεια Παπαδήμου μέχρι τον θάνατό του, το 1976 και τάφηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Όσοι τον γνώρισαν, μιλούν για έναν άνθρωπο που χαρακτήριζε η «Λογική και η ευαισθησία», παρότι το αρχιτεκτονικό του έργο στη Λευκωσία εκφράζει την «Περηφάνεια και προκατάληψη» της βρετανικής αποικιακής πολιτικής (και) στην Κύπρο. Τελικώς, όμως, κάθε κτίριο, όπως και ο τόπος, «έν’ ο άνθρωπος»…
Δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ο Φιλελεύθερος» στις Ιουνίου 2020
Βιβλιογραφία – για περαιτέρω έρευνα:
Given, Michael, “Star of the Parthenon, Cypriot mélange: Education and representation in colonial Cyprus”, Journal of Mediterranean Studies, vol. 7, no. 1 (January 1997), pp. 59-82.
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (έκδ.), Δημήτρης Παπαδήμος. Ταξιδιώτης φωτογράφος. Φωτογραφίες 1943-1980 από το αρχείο Δ. Παπαδήμου του ΕΛΙΑ, Αθήνα 2011 (Κείμενα: Ματθίλδη Πυρλή, Βασιλική Χατζηγεωργίου, Κωστής Λιόντης, Heba Farid).
Ντάρρελ Λώρενς (μτφρ. Χουρμούζιος Αιμίλιος), Πικρολέμονα, Αθήνα: Γρηγόρης, 1959.
Παπαπολυβίου Πέτρος, «Ο φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος στη Λάπηθο», αδημοσίευτη εργασία, ανακοίνωση στο συνέδριο «Λάπηθος. Πριν χαθούν οι μνήμες», που οργανώθηκε στη Λευκωσία από τον Δήμο Λαπήθου, το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το προσφυγικό σωματείο «Η Λάπηθος», 12 Οκτωβρίου 2013.
Πύλα Παναγιώτα, «Φωτογράφος Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής», περ. Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, Αφιέρωμα: Ο φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος, 14 Οκτωβρίου 2001, σσ. 13-15.
Σιάαρ Γ. Κέννεθ – Γκίβεν Μάικλ– Θεοχάρους Γεώργιος, Κάτω από το ρολόι. Αποικιακή Αρχιτεκτονική και ιστορία στην Κύπρο, 1878-1960, Λευκωσία: Τράπεζα Κύπρου 1995.
Ο Austen St. Barbe Harrison (φωτογραφία Δημήτρη Παπαδήμου)