Θύμα αξιεπαίνου αφοσιώσεως

Συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια από τον θάνατο ενός από τους σημαντικότερους Αρχιεπισκόπους της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Κύπρου, του Μακαρίου του Α΄. Ο Μακάριος (Χριστοδουλίδης) γεννήθηκε στον Πρόδρομο της Μαραθάσας, και χειροτονήθηκε διάκονος το 1823, δύο χρόνια ύστερα από την ελληνική επανάσταση και τις σφαγές της 9ης Ιουλίου. Ως διάκος υπηρέτησε τον Μητροπολίτη Πάφου και αργότερα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Πανάρετο και τους επόμενους Αρχιεπισκόπους, Ιωαννίκιο και Κύριλλο Α΄. Μετά τον θάνατο του τελευταίου (1854) εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος. Επί των ημερών του, χάρη στις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 1856, κατάφερε να υψωθεί και να ηχήσει για πρώτη φορά στην τουρκοκρατούμενη Λευκωσία καμπάνα, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη. Φρόντισε να κατοχυρωθούν τα θρησκευτικά καθήκοντα των κληρικών, ενώ ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος που απέκτησε δικαίωμα συμμετοχής στο γενικό διοικητικό συμβούλιο του νησιού. Επιδιόρθωσε το κτίριο της Αρχιεπισκοπής (1862-1863), ανοικοδόμησε το Μέγα Συνοδικό και ολοκλήρωσε την τελική εικόνα του αρχιεπισκοπικού κτιριακού συγκροτήματος, μέχρι τις αλλαγές που έγιναν τον περασμένο αιώνα.

Υπήρξε ο ιθύνων νους και ο κινητήριος μοχλός για την εκπαιδευτική έκρηξη του 1859, με τη σύνταξη του κανονισμού της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, την ίδρυση του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, τον διορισμό της πρώτης δασκάλας, Ερατούς Καρύκη, και την εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τα σχολεία. Δυο χρόνια αργότερα, στα τέλη του 1861, στάλθηκαν για τα Δημοτικά Σχολεία της Λευκωσίας από το ελληνικό Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, μερικές εκατοντάδες βιβλία 44 διαφορετικών τίτλων (από δύο αντίτυπα το καθένα μέχρι 100 Προσευχητάρια), κυρίως σχολικά εγχειρίδια, αλλά και γεωγραφικοί άτλαντες, πίνακες αριθμητικής και «ημισφαίρια». Άλλοι 61 τίτλοι, ευρύτερου ενδιαφέροντος στάλθηκαν για την Ελληνική Σχολή της πρωτεύουσας. Πρόκειται για την πρώτη καταγραμμένη προσφορά από το ελληνικό βασίλειο προς την κυπριακή εκπαίδευση (δεν αποκλείεται να είχε προηγηθεί και άλλη), τεράστιας εθνικής σημασίας και συμβολικής αξίας.

Η ζωή και η αρχιεπισκοπική θητεία του Μακαρίου έληξαν πρόωρα, καθώς έπεσε θύμα της τελευταίας μεγάλης επιδημίας χολέρας που έπληξε την Κύπρο, το 1865. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, αλλά και την παράδοση που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας, ο Μακάριος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και τη Λευκωσία, όπου «[η χολέρα] ένεκα της συμπυκνώσεως των ανθρώπων έκαμνε πολλήν θραύσιν». Πέθανε στις αρχές Αυγούστου 1865 και, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, στην κηδεία του παρέστησαν ελάχιστοι κληρικοί, εξαιτίας του πανικού από την επιδημία. Αντίθετα, παρέστη μαζικά ο λαός της πρωτεύουσας και ανάμεσα τους πολλοί Οθωμανοί και Οθωμανίδες, που πένθησαν τον εκλιπόντα.

Έγραφε μια ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης, σε μια από τις αρκετές νεκρολογίες που γράφτηκαν για τον Μακάριο Α΄, τον Αύγουστο του 1865: «Ο θάνατος του ευσεβεστάτου τούτου αρχιερέως κατέθλιψε τας καρδίας πάντων των κατοίκων της νήσου ανεξαιρέτως, κατέλιπε δε μέγα και δυσπλήρωτον κενόν, επειδή ομολογείται ότι δυσκόλως θα ευρεθή ο άξιος διάδοχος ιεράρχου διακριθέντος διά πολλών αρετών, εν αις το ακέραιον του χαρακτήρος, το φιλοδίκαιον και φιλόπτωχον, η αυταπάρνησις και όλως χριστιανική διαγωγή. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος εγένετο θύμα αξιεπαίνου αφοσιώσεως, διότι δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη το ποίμνιόν του εν ώρα κινδύνου.»

Για τους «ηγέτες» της εποχής μας…

Δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 13 Ιουνίου 2015

Σχολιάστε..